Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 200
Καλή 'μουνα κ' έκαμα τα και καλή κι' απόσχιαζα τα
(1920)
Αποσχιάζω = διορθώνω εντελώς, συμπληρώνω την κατασκευή, τελειώνω το έργο
Κακό 'τανε το κλήμα κ' εφαέ το και το χτήμα
(1920)
Χτήμα = ίππος, όνος, μουλάρι (κτήμα)