Αναζήτηση
Αποτελέσματα 131-140 από 1760
Γύφτους κρούει γύφτους σκούυζει
(1915)
Κρούει (δερ΄), σκούζει (κλαίει)
Σα γύφτ΄κου βαστούν΄
(1915)
Προς τινα ιστάμενον διαρκώς όρθιον και βλακωδώς ακίνητον μέχρις ενοχλητικότητος
Ψύλλ΄ς στ΄ άχυρα γυρεύ΄ ς
(1915)
Ούτε τ' θιρμασιά τ' δε δίν'
(1915)
Τού μέσα τ' ς ιλιάς κι τ' όξου τ' ς κάχτας
(1915)
Σχεδόν τίποτι. Επί περιουσίας