Αναζήτηση
Αποτελέσματα 231-240 από 242
Που κρατεί το μέλ' θα λεί σ'
(1881)
Ερμηνεία: Επί των ευρισκομένων εν αφθονία πραγμάτων τινων και πιθανώς αφαιρούντων μέρος αυτών...
Το μειζότερον ατ που κι ακούει αέτσ παθάν
(1881)
Ερμηνεία: Επί παρακονόντων εις συμβουλάς πρεσβυτέρων και εις δυστυχήματα περιπτωτόντων...
Το ψαρ αςσό κεφάλ σκυλάζ
(1881)
Ερμηνεία: Επί κακού προερχομένου από ανωτέρων και μεταδιδομένου εις ανωτέρους...
Σκυλάζω = Βρομώ, εκπέμπω δυσωδίαν...
Σκυλάζω = Βρομώ, εκπέμπω δυσωδίαν...
Απ' έξω ο χορός γαϊτανέν φαίνεται
(1881)
Ερμηνεία: Π. Δηλούσα ότι οι έξω των πραγμάτων όντες ευκόλος προς παραινέσεις είσιν. Σημ. Και ο Αισχ. Εν Προμ. 263-5. Ελαφρόν 'οστις πνευμάτων έξω πόδα έχει παρακινείν νουθετείν τους κακώς πράσσοντας...
Ο δεάβολον δουλειάν κι είσεν εγάμεν
(1881)
Ετσούμπιζεν...
Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων εργασίαν τινά και καταγινομένων εις ποταπά πράγματα ή πειραζόντων τοις άλλοις...
Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων εργασίαν τινά και καταγινομένων εις ποταπά πράγματα ή πειραζόντων τοις άλλοις...
Του γάμου όλα δύσκολα κ η νύφη βαρεασμέντσα
(1881)
Ερμηνεία: Επί μεγίστου κωλύματος παρεμβαλλομένου εις επιχείρησιν την κατά την επίτευξιν αυτής ην και καθιστά αδύνατον...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Του γάμου όλα έτοιμα κ η νύφη βαρεασμέντσα
(1881)
Ερμηνεία: Επί μεγίστου κωλύματος παρεμβαλλομένου εις επιχείρησιν την κατά την επίτευξιν αυτής ην και καθιστά αδύνατον...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Τα περφανεμένα τα χωρία βασιλεύνε
(1881)
Ερμηνεία: Επί των περιφρονουμένων και όμως προοδευόντων...
Σημείωση: Περφανώ=περιφρονώ...
Σημείωση: Περφανώ=περιφρονώ...
Το πολλά η φως 'ς σα μάτεα ου βλάφτ
(1881)
Ή το πολλά η φως 'ς σα μάτεα ου βλάφτ κι βγάλλ...
Ερμηνεία: Επί πραγμάτων, ων το πλήθος, όσον και αν η δεν βλάπτει τον έχοντα...
Ερμηνεία: Επί πραγμάτων, ων το πλήθος, όσον και αν η δεν βλάπτει τον έχοντα...
Η σελα τς τσερισμένον εν
(1881)
Ερμηνεία: Επί γυναικός αναισχύντου και εις τα Αφροδίσια επιρρεπους...
Σημείωση: σελλα = ο καβάλος του βρακιού, τσερίζω = σχίζω...
Σημείωση: σελλα = ο καβάλος του βρακιού, τσερίζω = σχίζω...