Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 34
Μη στάξει και μη βρέξει
(1956)
Δο μ', κυρά μ', τον άντρα σου και συ κράτα τον κόπανο
(1956)
Λέγεται για τον ανυπόμονο
Καλύτερα νάτρωγα κεθρομπούμπουλα και να είχα τον κώλο μ' μέσα, παρά πασπάλ' κι ο κώλος μ' έξω
(1956)
Το είπε ένας ποντικός στ' αφεντικό που είχε το μύλο, σε μια στιγμή που τον έπιανε ο γάτος του μυλωνά
Μπρός πύρα καί πίσου κλαδιυτήρα
(1956)
Λέγεται γιά τήν ανεπαρκή θέρμανση τού εγχώριου τζακιού. Όσοι κάθονται κοντά του ζεσταίνονται μπροστά, αλλά πίσω – στίς πλάτες – αισθάνονται κρύο
Κόκκινο αυγό στο μονοδέντρ', Λαμπρή στο χωριό μας
(1956)
Ένα χωριό δεν είχε παπά...
Ένας τσοπάνος ξεκίνησε πρωί απ' τα πρόβατα να πάη στο χωριό τ', που δεν είχε παπά. Στο δρόμο που πήγαινε βρήκε τσόφλια αυγού κόκκινα και τρέχει στο χωριό και φωνάζει τ' ανωτέρω...
Ένας τσοπάνος ξεκίνησε πρωί απ' τα πρόβατα να πάη στο χωριό τ', που δεν είχε παπά. Στο δρόμο που πήγαινε βρήκε τσόφλια αυγού κόκκινα και τρέχει στο χωριό και φωνάζει τ' ανωτέρω...
Μπήκ' η λύκους στού μαντρί, αλλοιά απόχει τού ένα
(1956)
Δηλαδή: όταν μπεί ο λύκος στό κοπάδι, κινδυνεύει τό ένα τού φτωχού κι όχι τά πολλά τού τσέλιγγα. Η μοίρα κυνηγάει κ' εδώ τό φτωχό. Ο Στέφανος Γρανίτσας δίδει τήν εξής εξήγηση στά “Άγρια καί τά ήμερα τού βουνού καί τού λόγγου”. Κάθε μπουλούκι...
Ού κάμπους έχει μάτια κι ού λόγγους αυτιά
(1956)
Ο κάμπος δηλαδή, σαν άδεντρος και αναπεπταμένος, έχει ορατότητα και μπορεί να αγναντεύει κανείς μακρυά,ενώ ο λόγγος (το δάσος) με τα πυκνά δέντρα του δεν αφίνει να βλέπει κανείς,παρά σε ακτίνα του, την ακουστική, τη μετάδοση του ήχου,λ.χ. Ενός...
Ου άγ(ου) ρουφάης έφαγι'ού γουρμουφάης δεν έφαγι
(1956)
. Δεν προφταίνουν να ωριμάσουν. Γι΄αυτό λένε πως ο αγουροφαής (αυτός δηλαδή που μπορεί και τα τρώει άγουρα) προφταίνει και γεύεται, ενώ ο γουρμοφάης (ωριμοφάης) δεν τρώει. Δεν προφταίνει να φάει...