Αναζήτηση
Αποτελέσματα 121-130 από 593
Του γρούν κι τη μούτσκα τ να του κόψς, πάλι 'ς του γκιρίζ' θα τη βάν'
(1911)
Γκιρίζει=λ.τουρκική σημαίνουσα τους οχετούς δι' ών διοχετεύονται τα περιττώματα.
Δαγκασ' τη γλώσσα σ
(1911)
Η δουλειά νικά τή φτώχεια
(1911)
Ούτι κλαίει, ούτι γιαλά
(1911)
Δε μας αφήν' να ξύσουμι του δόντι μας
(1911)
Επί οχληρού επισκέπτου