Αναζήτηση
Αποτελέσματα 41-50 από 50
Τα κουφάλα πα έχ' νε ωτία
(1931)
Και οι θάμνοι έχουν αφτιά...
Επί της επιτηδειότητος των ωτακουστών εις το να μάθουν ξένον μυστικόν....
Επί της επιτηδειότητος των ωτακουστών εις το να μάθουν ξένον μυστικόν....
Το γλήγορο αρνί βυζαίνει τη μάννα του κι άλλη μια ακόμη
(1931)
Επί του πολλαχόθεν ωφελουμένου ως δραστηρίου και ταχέως συντελλούντος τα έργα του...
Ντό πάει το βούδ' θα λαλής
(1931)
Το βόδι που πηγαίνη θα λαλής...
Ερμηνεία: Εν τη εκτελέσει έργου πρέπει να προτιμώμεν τους εργατικούς προτρέποντες αυτούς εις σύντονον εργασίαν και να παραμελούμεν τους οκνηρούς εργάτας...
Ερμηνεία: Εν τη εκτελέσει έργου πρέπει να προτιμώμεν τους εργατικούς προτρέποντες αυτούς εις σύντονον εργασίαν και να παραμελούμεν τους οκνηρούς εργάτας...
Σ σ' ομμάτα 'τ' απάν άπ' άλλ' έναν ομμάτ' κι άλλο έχ'
(1931)
Απάνω ΄ς τα μάτια του έχει ακόμη από άλλο ένα μάτι...
Επί του ευφυούς και δραστηρίου...
Επί του ευφυούς και δραστηρίου...
Τ' αλήγορον τ' αρνίν βυζάν' τη μάνναν άθε κι άλλ' έναν κι άλλο
(1931)
Επί του πολλαχόθεν ωφελουμένου ως δραστηρίου και ταχέως συντελλούντος τα έργα του...
Το δίκλοπον το πουλλίν ας το ποδάρ' ν εθε πάντα 'ς ση σίναν εν
(1931)
Το πόδι του είναι πάντοτε στη θηλειά...
Σαντ. Επί του μη ειλικρινώς εργαζομένου και δια τούτο ζημιουμένου...
Σαντ. Επί του μη ειλικρινώς εργαζομένου και δια τούτο ζημιουμένου...
Ο γαμπρός εν κλεθρένεν παραστάρ'
(1931)
Ο γαμπρός είναι κληθρένιο παραστάρι, ήτοι παραστάς της θύρας εκ κλήθρας και δη άνευ αξίας...
Σάντ. Ο γαμπρός είναι ανωφελής εις τα πεθερικά του...
Σάντ. Ο γαμπρός είναι ανωφελής εις τα πεθερικά του...
Όθεν πας, οκά τετρακόσα τράμα έχ΄
(1931)
Όπου πας, η οκά τετρακόσια δράμια έχει...
Προς αγοραστήν νομίζοντα ότι θα εύρη πράγμα ευθηνότερον, το οποίον παντού έχει την ιδίαν αξίαν. Και γενικώτερον ότι ο κόσμος παντού είναι ο ίδιος. Παραλλαγή : τέσσερ΄ εκατόν τράμα έχ΄...
Προς αγοραστήν νομίζοντα ότι θα εύρη πράγμα ευθηνότερον, το οποίον παντού έχει την ιδίαν αξίαν. Και γενικώτερον ότι ο κόσμος παντού είναι ο ίδιος. Παραλλαγή : τέσσερ΄ εκατόν τράμα έχ΄...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Ασ σου εξέβεν ας σο κουμούδ' ν έθε είπεν πθού όθεν εξέβαι !
(1931)
Αφού βγήκε κτπλ....
“Το κάστανο εξέβε ας σο τζε πλ' ν άθε και 'φτου κι απόθεν εξέβα! Είπεν”...
“Το κάστανο άντα εξέβε ας σο κουμούδ, εκλώστεν έφτυσεν α” (όταν βγήκε κλπ)...
“Το κάστανο έβγε αφ' το χινίδι κ' επεριγέλασεν το” (χινίδι = κουμούσι, το ακανθώδες κέλυφος του καστάνου)...
“Το κάστανο εξέβε ας σο τζε πλ' ν άθε και 'φτου κι απόθεν εξέβα! Είπεν”...
“Το κάστανο άντα εξέβε ας σο κουμούδ, εκλώστεν έφτυσεν α” (όταν βγήκε κλπ)...
“Το κάστανο έβγε αφ' το χινίδι κ' επεριγέλασεν το” (χινίδι = κουμούσι, το ακανθώδες κέλυφος του καστάνου)...