Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-26 από 26
Όπου κι αν πάη μαύρα ωβγά ωβγάζει
(1931)
Μαύρα αβγά γεννά...
Επί του πανταχού κακοήθους ή ανικάνου αναδεικνυομένου...
Παραλλαγή: “ Όπου πάει μαύρα ωβά ευτάει” (κάνει)...
Πβ. 652 και 669...
Επί του πανταχού κακοήθους ή ανικάνου αναδεικνυομένου...
Παραλλαγή: “ Όπου πάει μαύρα ωβά ευτάει” (κάνει)...
Πβ. 652 και 669...
Ο Χριστόν πρώτα τ' εκεινού τα γένα ευλόησεν κ' υστερία τ' αλλωνών
(1931)
Ο Χριστός πρώτα τα δικά του γένεια βλόγησε και ύστερα των άλλων...
Επί της εμφύτου εις τον άνθρωπον ιδιοτελείας...
Επί της εμφύτου εις τον άνθρωπον ιδιοτελείας...
Τα παλαιά τ' άχυρα βορρίζεις
(1931)
Ερμηνεία: Τα παλιά άχυρα ρίχνεις 'ς τον αέρα για να χωρίσης σιτάρι, Κερ. Ιδέ 1237 και 1259...
Όλοι πάγουν 'ς σ' εμέτερα κ' εγώ 'ς ση γειτονίαν
(1931)
Όλοι πηγαίνουν 'ς τα δικά μου κ' εγώ 'ς τη γειτονιά...
Κερ. Επί αέργου και δη γυναικός περιφερομένης από οικίας εις οικίαν...
Κερ. Επί αέργου και δη γυναικός περιφερομένης από οικίας εις οικίαν...
Που 'κι σπέρ' θερίζει
(1931)
Όπου δε σπέρνει θερίζει
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...