Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 11
Ασσό ποτάμ' εδεάβα, κι ασσό γιρμάκ μη συ πορώ να δεαβαίνω;
(1886)
Ερμηνεία: Επί μικρών δυσχερειών, ας πρόκειται να υπερνικήση, τις κατά τινα επιχείρησιν, αφού τας μεγαλυτέρας δυσχερείας υπερνίκησε;
Άλλοιν σσόν ήλεο έκαμανε κι' άλλοιν σσήν ηυώρα τρώγουνε
(1886)
Επί περιστάσεως καθ' ήν άλλοι μεν καπιάζουσιν, άλλοι δε ωφελούνται εκ των κόπων αυτών. Ευώρα = σκιερόν μέρος
Άλλα ζά σπάουνταν, κι άλλα μαρουκούντανε
(1886)
Επί περιστάσεως, καθ' ήν άλλος μέν υποφέρουσιν, άλλος δέ ευθυμούσιν
Νοικοκύρτσ απραεμένος δέκσον σερ τση γειτονιάς
(1886)
Ερμηνεία: Επί οικοδεσπότου φροντίζοντος μάλλον περί άλλων, ή περί του ιδίου οίκου
Νοικοκύρτσ απραεμένος δέξον χερ τση μαχαλάς
(1886)
Ερμηνεία: Επί οικοδεσπότου φροντίζοντος μάλλον περί άλλων, ή περί του ιδίου οίκου
Ο τσεπρέας τον τσεπρέαν καρκαπούτσ' λέει
(1886)
Τσεπρέας = λεπρός, ψωραλέος
Το μωρόν αμούδεα κλαίει, βυζί ου δίγουν α
(1886)
Αμούδεα = εάν μη, πριν
Αΐτικο κατάρα σσου σκυλί σση μαντάρα
(1886)
Μαντάρ' = μανιτάρι, είδος μύκητος, ερυσίβη
Δος καματερόν κ' έπαρ' νοικοκύρ'
(1886)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπου εργατικού μεν, άλλ' ανικάνου να διοική οίκον
Ασσήν οκνίαν ατ' το γάϊδερον ταη λαλεί
(1886)
Ερμηνεία: Επί οκνηρού