Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 444
Οσό ΄χαμε μιώβολα, “κουμπάρε” και “κουμπάρε”! Και τώρα που τα σώσαμε, “ξεκουμπαρού, κουμπάρε”!
(1952)
Μιώβολο = (αρχ. Ημιώβολον) μικρό νόμισμα της αγγλοκρατίας, το 1/4 της πένας, ξεκουμπαρού = φτιαστή λέξη, δηλαδή δε σε θέλω πια για κουμπάρο
Έμπα μέσα και πορέψου, και στη γειτονιά πομπέψου
(1952)
Πορεύομαι, οικονομιέμαι. Πομπεύομαι, ντροπιάζομαι. Αν βγης να ζητήσης κάτι στη γειτονιά, θα ντροπιαστής. Καλύτερα να περάσης όπως – όπως σπίτι σου. Υπάρχει κ' η εξήγηση: Πομπέψου, δείξου καλοντυμένος στη γειτονιά. Πυλ.
Ο Μάρτης πεντοδείλινος και πάλε δειλινάκης, πέντε φορές θα δειλινάς και πάλε, Γιάννη, θα πεινάς
(1952)
Ερμηνεία: Πεντοδειλινός που σ' αναγκάζει να δειλινάς (να τρως τ' απόγιομα) πέντε φορές, επειδή μεγαλώνει η μέρα κι' ο κόσμος δουλεύει στον κάμπο
Άλλος σκάβει και βογγάει κι' άλλος πίνει και μεθάει
(1952)
Απο τη συλλογή Λιβιεράτου
Βόι λαμνάτο αγόραζε καί γάϊδαρο καμπούρη, (γυναίκα κοντοκάπουλη) καί χοίρο μακρομούρη
(1952)
Λαμνάτο = με μακριά ράχη, κοντοκάπουλη = κοντόπαχη
Και τα καλα δεχούμενα, και τα κακά δεχούμενα
(1952)
Ελιός
Το σέμπρο και τη γυναίκα σου και που τσόχεις κακά, κι΄ α δεν τσόχης, χειρότερα
(1952)
Σέμπρος (σλευ)· ο μισιακάτορας στα χτήματα, καλλιεργητής των αρχόντων στην Επτάνησο. Τσόχεις· τους έχεις