Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 140
Του δικατρία είν' ουβρέϊκους πόντους
(1925)
Παρομοιώδες όταν παίζουν την κουτσίνα και φθάνη ένας στα 13 λέγη: Να και μου μίνια ακόμα, να μην είμι στουν Ουβρέϊκουν τουν πόντου, γιάτ' θα χάσου...
Ένας κόμπους π' λυέτε με τα χέρια, γιατί θα τουν λύσου με τα δοντια
(1925)
Δεν είναι αναγκαία δυσκολώτερα και πολύπλοκα μέσα προς επίτευξην σκοπού τινός, εφ' όσον είναι δυνατά άλλα εύκολα και κοινά...
Δε με γαμείς εσύ, μόνο 'κειοσέ που 'ναι 'πο πάνω μου
(1925)
Ένας αφαρδακός (βάτραχος) εκαβαλίκεψε ένα λαγό και τον γαμείν. Ο λαγός είδε να πετά από πάνω του ένα γεράκι και τότε είπε στον αφαρδακό την φράση ταύτην. Πρβλ. Το του Αίσωπ. Μύθου “ου συ με λοιβρείς, αλλ' ο τόπος”...
Ημείς πόχουμι κουρίτσια κι τον Γιάννη απ' τν Αρτουτίβα θα τουν κάμουμι γαμπρό
(1925)
Λέγεται υπό των εχόντων πολλά κορίτσια και αναγκαζομένων ως εκ τούτου να κάνουν και γαμπρούς αναξίους...
Βήσσαλο θέλει 'ς την κεφαλή
(1925)
Λέγεται επί ανθρώπου μοιρολογούντος. Το βήσσαλο, γαστρί (όστρακον) το τυλίσσω εις ένα πανί καί τό επιθέτω εις τήν κεφαλήν τού πάσχοντος εκ ζεβέλας (εγκεφαλικής νόσου) ζώου επί δυό τρείς ώρας. Αν δεν είναι προχωρημένη η νόσος, θεραπεύεται. Εντεύθεν...
Άμα γλέπς τα μλάρια τα βασιλ'κά, παραμέρα να μη τα προυγγίξ'ς
(1925)
Και αθώος ων, λάβε τα προφυλακτικά μέτρα. Η παροιμία ελέγετο άλλοτε στα χωριά όταν περιώδευαν τα στρατ. Αποσπάσματα δια τους κακοποιούς. Ήτοι δυνατόν και αθώος τις να πάθη, αν δεν ελάμβανε τα μέτρα του...
Η μέρα φέγγ' για ούλουν τουν κόσμου κι για μένα
(1925)
Παροιμία. Δεν πρέει να απελπίζεται κανείς έστω και αν βλέπη πολλούς ασκούντας το αυτό επάγγελμα και ένεκα τούτου πρόκειται να ολιγοστεύσουν τα κέρδη του...
Γίρι ήλιου, γίρι
(1925)
Λέγεται προς εκείνον που περιμένει στην εξοχή χωράει στο λιβάδι να του φέρον το φαγητό του μεσημεριού και αργοπορούν. Το αυτό εκφράζεται και με τη φράση = Σήμερα θα ιδής τουν ψύλλον να πδάη στ' ράχ' = ο ήλιος στη ράχη φαίνεται μικροσκοπικός σαν...
Έχουμεν δουλειές τζαί λίτες
(1925)
Έχομεν ζητήματα και φιλονικίας...
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
(1925)
πάει να τς φκειάσ' ένα παλ'κάρ' (πήρε δηλ. δυο παλιά ρούχα και χαλασμένα και θα τα φκειάση ένα γερό). Πάλι κι αυτό δεν του κατάλαβι. Τσ λέει (ο αρρεβωνιαστικός): Μας έφκειασις τίποντα φαΐ να φάμε; -Δεν έχου τίποντα έτμου, αλλά δεν αργιού νια στιγμούλα...