Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-15 από 15
Τα κουφάλα πα έχ' νε ωτία
(1931)
Και οι θάμνοι έχουν αφτιά...
Επί της επιτηδειότητος των ωτακουστών εις το να μάθουν ξένον μυστικόν....
Επί της επιτηδειότητος των ωτακουστών εις το να μάθουν ξένον μυστικόν....
Το γλήγορο αρνί βυζαίνει τη μάννα του κι άλλη μια ακόμη
(1931)
Επί του πολλαχόθεν ωφελουμένου ως δραστηρίου και ταχέως συντελλούντος τα έργα του...
Τ' αλήγορον τ' αρνίν βυζάν' τη μάνναν άθε κι άλλ' έναν κι άλλο
(1931)
Επί του πολλαχόθεν ωφελουμένου ως δραστηρίου και ταχέως συντελλούντος τα έργα του...
Όθεν πας, οκά τετρακόσα τράμα έχ΄
(1931)
Όπου πας, η οκά τετρακόσια δράμια έχει...
Προς αγοραστήν νομίζοντα ότι θα εύρη πράγμα ευθηνότερον, το οποίον παντού έχει την ιδίαν αξίαν. Και γενικώτερον ότι ο κόσμος παντού είναι ο ίδιος. Παραλλαγή : τέσσερ΄ εκατόν τράμα έχ΄...
Προς αγοραστήν νομίζοντα ότι θα εύρη πράγμα ευθηνότερον, το οποίον παντού έχει την ιδίαν αξίαν. Και γενικώτερον ότι ο κόσμος παντού είναι ο ίδιος. Παραλλαγή : τέσσερ΄ εκατόν τράμα έχ΄...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...