Αναζήτηση
Αποτελέσματα 241-250 από 252
Σσο κλαδίν εκράνες
(1886)
Προς τον λίαν πρωΐ εγερθέντα και ζητούν τα να φάγη ή να πράξη τι, όπερ άλλοτε βραδύτερον έπραττε...
Μεταφορικώς από την πτηνείν...
Μεταφορικώς από την πτηνείν...
Του γάμου όλα δύσκολα κ η νύφη βαρεασμέντσα
(1881)
Ερμηνεία: Επί μεγίστου κωλύματος παρεμβαλλομένου εις επιχείρησιν την κατά την επίτευξιν αυτής ην και καθιστά αδύνατον...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Του γάμου όλα έτοιμα κ η νύφη βαρεασμέντσα
(1881)
Ερμηνεία: Επί μεγίστου κωλύματος παρεμβαλλομένου εις επιχείρησιν την κατά την επίτευξιν αυτής ην και καθιστά αδύνατον...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Βαρεασμέτσα = έγκυος...
Απ' έξ' ο χορός γαϊτεάν εν
(1886)
Ερμηνεία: Προς τους κρίνοντας τα πράγματα εκ των φαινομένων και ευρίσκοντας αυτά ως καλώς έχοντα ή κατορθωτά, ενώ τάναπαλιν κρίνουσιν αυτοί οι εν τοις πράγμασιν...
Εδώκανε σε πρόσωπον, θελτς κι' αστάρ
(1886)
Προς τον καταχρώμενον τη υπομονή άλλου και λαμβάνοντα θάρρος εις μεγαλυτέρα απειθεία. Πρόσωπον = το επάνω μέρος του φορέματος, αστάρ = η φόδρα, δίγω πρόσωπον = δίδω θάρρος, η φράση εσχηματίσθη εν είδει λογοπαιγνίου...
Εγέννεσεν το βούδ' κ' εποίκεν γαρκόν
(1886)
Κ' εποίκεν γαρκόν=αρσενικόν μοσχάρι...
Επί σπουδαίου πράγματος (ή και ασημάντου παριστανομένου όμως ως σπουδαίου), το οποίον πρόκειταινα ανακοινώση τις είς τινα, εις τον οποίον ενδιαφέρει...
Επί σπουδαίου πράγματος (ή και ασημάντου παριστανομένου όμως ως σπουδαίου), το οποίον πρόκειταινα ανακοινώση τις είς τινα, εις τον οποίον ενδιαφέρει...
Τα περφανεμένα τα χωρία βασιλεύνε
(1881)
Ερμηνεία: Επί των περιφρονουμένων και όμως προοδευόντων...
Σημείωση: Περφανώ=περιφρονώ...
Σημείωση: Περφανώ=περιφρονώ...
Το πολλά η φως 'ς σα μάτεα ου βλάφτ
(1881)
Ή το πολλά η φως 'ς σα μάτεα ου βλάφτ κι βγάλλ...
Ερμηνεία: Επί πραγμάτων, ων το πλήθος, όσον και αν η δεν βλάπτει τον έχοντα...
Ερμηνεία: Επί πραγμάτων, ων το πλήθος, όσον και αν η δεν βλάπτει τον έχοντα...
Η σελα τς τσερισμένον εν
(1881)
Ερμηνεία: Επί γυναικός αναισχύντου και εις τα Αφροδίσια επιρρεπους...
Σημείωση: σελλα = ο καβάλος του βρακιού, τσερίζω = σχίζω...
Σημείωση: σελλα = ο καβάλος του βρακιού, τσερίζω = σχίζω...
Εύκαιρον σακκίν ολόρθα κι στεκ'
(1881)
Ερμηνεία: Επί πεινώντος και μη δυναμένου να περιπετή ή εργάζηται...