Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 506
Την κάταν είπαν άτην το σκατό σ' βοτάν' είν', κ' εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν α
(1939)
Είπαν της γάτας πως το σκατό της είναι γιατρικό κ' έσκαψε και το παράχωσε για να το κρύψει
Τον Άεν τιναν έχω, την δόξαν -ατ' εξέρω
(1939)
Το λένε για να υποστηρίξουν δικό τους άνθρωπο, σε περίπτωση που τον συκοφαντούν άλλοι, ή για να εκφράσουν την απογοήτευσή τους ή και την κάποια ειρωνεία τους για την αναξιότητά του
Τ' εμέτερα τά κοσσάρας τή Κερεκή πά ωβάζ' νε
(1939)
Οι δικές μας οι κόττες καί τήν Κυριακή γεννούν. Λέγεται μέ κάποια υπερηφάνεια από γονιούς γιά νά παινέσουν τά παιδιά τους, ή σπιτικούς τους, γιά τήν αξιοσύνη καί τήν προκοπή τους
Εσύ είσαι το χοντρόν τη κοσσάρας τ' ωβόν
(1939)
Η ίδια μεταφορική σημασία με την παραπάνω
Ασ' σον αβράκωτον βρακίν σύρ' και παίρ'
(1939)
Δραστήριος και ικανός
Έφυηαν τ' αιγίδα τ'
(1939)
Πέρασε ο θυμός του
Το κάστανον εξέβεν ασ' σό τσέπλ'ν – αθε και είπεν; τσου, κι απόθεν εξέβα.
(1939)
Το κάστανο βγήκε από το τσόφλι του και είπε: φτού, λ' από που βγήκα. Λέγεται με μυκτηριστική και επιτιμητική διάθεση σε κείνους που ντρέπονται ή ειρωνεύονται την ταπεινή καταγωγή
Ο κόσμον εχαλάγσυντουν κ' η γραία εξεροχτενίγουντουν
(1939)
Ο κόσμος χαλούσε κ' η γριά ξεροχτενιζόταν
Το τσιλίδ' μερ' καικά ρουζ' εκείνο το καικά κάεται
(1939)
Ερμηνεία: Μόνο εκείνος που παθαίνει την ατυχία ή το δυστύχημα, εκείνος δοκιμάζει τη σχετική πίκρα σ'όλη της την ένταση και έκταση
Εδέβασεν το νερόν αφκά – τ' ατ'
(1939)
Του πέρασε το νερό από κάτω του