Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3011-3020 από 3101
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά 'ναι κι όποιος το θάνατο ζητά πρέπει τρελλός για να 'ναι
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Να δά σα τζι θεριστάδες ότι νάβρουνε κανένα δεdρουλάκι και σταματήξουν απουκάτω, που λένε των αλλονώ : “ Πως κάνετε, καμένοι, μες στο ήλιο;”. Πως αντέχετε μες στο νήλιο; αι καμένο θέρος επά!
(1963)
Λέγεται, όταν λησμονής τις δικές σου ταλαιπωρίες και λυπάσαι για παρόμοιες ενός άλλου. Οι θεριστές το λένε σαν αστείο
Σα βάλη ο ήλιος φράgικα και το φεγγάρι φέσι
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο, Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι : ετότες κι' η αγάπη μας θα πάη αλλού να πέση. Λέγεται για ένα πράγμα, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνη
Σπάς αβγό ή χύνεσαι!
(1963)
Εκφράζει ελαφρά δυσφορία κυρίως σε περιπτωση ασυνεννοησίας,υπαναχωρήσεως κτλ. Π.χ. Ήρθα να μου δανείσης ένα χιλιάρικο. -Καλέ να χαρώ τα παιδιά μου κι' α δεν είν' ένα bενηdάρι, ότι όρος λεφτό κι αν υπάρχη μες στο σπίτι μας. ...
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει κι' άης Σάββας σαβανώνει κι' άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Η Βαρβάρα σημαίνει η Αγία Βαρβάρα και στερεώνει σημαίνει στερεώνει τη χιονιά, την κακοκαιρία
Πράμα που δε bορείς να μου το δώσης, μη μου το αφαιράς
(1963)
Π. χ. “Τη bροχτές ήμου στο Κατήφορο (συνοικία της Απειράνθου) κι' επέρασα αποκεί στου bελϊοτοδημήτρη κι' εκάθουdανε στο νήλιο κι' ήρθεν ένα gοπελάκι κι' εσταμάτηξεν αbρός τους και τουπε. “Φεύγα αποbρός στο νήλιο”. Η παροιμία ...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στο Μετόχι
(1963)
Έμεινε μόνος, έκθετος, έρημος
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)
Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...
Άμα θέλη κανείς να σκοτώση τη 'υναίκα dου, να πάρη 'έρικο βουδινό να τση πάη να μαερέψη
(1963)
Λέγεται, επειδή το γέρικο βοδινό φυραίνει. Αλληγορικά για όσους γυρεύουν αφορμή για γκρίνια. Π.χ. Βουδαλιά (= βοδινό κρέας) πουλούνε. Χμ! Ένας γεροdόβουνος είναι, που θέλει αλούσα(= Αλυσίβα), 'ια να μαερεφτή. Ευτός εδά ...