Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1061-1070 από 1115
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)
Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ...
Του τζο πορεί να βgάλει τη χολή του σο γαϊριδι, κρού' το σαμάρι
(1951)
Κρούω = χτυπώ
Τόϊνα καφτούσαν τα γένε του, τ' άβου πάλι πααίνκε να 'νάψει το γαλϊόνι
(1951)
Ερμηνεία: Όταν κανείς γυρεύει να κερδίσει από του άλλου τη συμφορά
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)
Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι
Του στσυλλού το βράδιν άτσονdου 'α νdα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' α 'υριστεί πανουφόρου
(1951)
Του σκύλου την ουρά, όσο κι αν την σκεπάσχεις στο καλούπι, πάλι θα γυριστεί κατά πάνου
Πολύ σ' α σπίτι μη παςε τσ' έρτσεται α σηκωθεί ταρνά το μουχαbέτι σας
(1951)
Πολύ σ' ένα σπίτι μην πηγαινοέρχεσαι, θα λείψει γρήγορα η ευχαρίστησή σας
Αρ να είσεν gαοσύνη, έμbρο χα ποίτσει σου του το τσουφάλι τσαι στέρου ση σόνα
(1951)
Αν είχε καλοσύνη, πρώτα θάκανε καλό στο δικό του κεφάλι κι ύστερα στο δικό σου
Κόμη ζ' μας σου το βυζί μυρά σο στόμα σου
(1951)
Ακόμα της μάνας σου το βυζί μυρίζει στο στόμα
Αρ νdα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα νdα δώσωσ' αν gακό κρομμύδι
(1951)
Αν τόξερα πως θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι
Το γισμάτι ήρτε σα ποράδε σου, συ άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου
(1951)
Η τύχη ήρθε στα ποδάρια σου, συ την κλότσησες με τα ποδάρια σου πίσω