Αναζήτηση
Αποτελέσματα 891-900 από 1101
Του έρτσεται 'ς τον άνεμο, πααίνει σον άνεμο
(1951)
Ό,τι έρχεται απ' τον άνεμο, πάει στον άνεμο. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσειςστο τέλος
Νηστικός στήκνεις· ΄υμνός τζο πορείς να σταθείς
(1951)
Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δε μπορείς να σταθείς
Το γαιρίδι σον gω τζο μbορεί νdα τσεντήσει
(1951)
Το γαιδούρι στον κώλο δε μπορεί να το κεντήσει
Αvdί κάτα γρεύεις το κράς νdα φάς
(1951)
Σα γάτα κοιτάζεις το κρέας να το φάς
Αντί σαβάχος, σα 'νάτα μη γϊάς
(1951)
Σα βλάκας, στ' ανάλατα μη γελάς
Να τρως ανdί λύκος, σαμού πιέν' τ' όργο πάλ' ανdί καρτσουλϊέκ νdά πιέσ'
(1951)
Να τρως σα λύκος, όταν όμως πιάνεις τη δουλειά, σαν πάνθηρας να την πιάνεις
Ο νομάτ' του τζο γρεύει τ' όργον dου, ταυρεί το σεφελϊέχι
(1951)
Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία
Του τζο μbορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νdαράζεται
(1951)
Ερμηνεία: Δουλειά που δεν μπορεί να κάμει κανείς, ας μην την καταπιάνεται
Φαΐ ηύρες; κάτσε φά. Έργο ηύρες; φύε
(1951)
Ερμηνεία: Φαΐ βρήκες; κάτσε φάε. Δουλειά βρήκες; φύγε. Πόντ. Α. Π. αρ. 721: Ηύρες φαεί; φάε. Ηύρες ξύλο; φύου
Δώτσεν ο Θιός τα κα του
(1951)
Έδωσ' ο Θεός τα καλά του