Αναζήτηση
Αποτελέσματα 241-250 από 282
Έχει κι' αγάπη 'νιούς ριαλιού (νόμισμασ) κι έχει και δυό 'ς τό 'ριάλι
(1920)
Ριάλι= νόμισμα τουρκικόν. Άλλως γρόσι
Εγόγιαν του π' ανημένει σκουτελικό από τη γειτονιά και δείπν' από τη ρούγα. Ούλοι δειπνούν κι αποδειπνούν κ' εκείνος ανημένει
(1920)
Σκουτελικό = πιάτο (τρυβλίον), φαγητόν, (λέξ. ιταλ. εκ του σκουτέλι)
Όποιος θέλει ν' αγαπήση, πρέπει να κακοπαθήση, και τ' άσπρα του να μην τα άσπρα του να μην τα ντουσουντίση
(1920)
Ντουσουντίζω= σκέφτομαι, διανοούμαι (λέξ. ιταλ. sic)
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
(1920)
Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά
Δε με γαμείς εσύ, μόνο 'κειοσέ που 'ναι 'πο πάνω μου
(1925)
Ένας αφαρδακός (βάτραχος) εκαβαλίκεψε ένα λαγό και τον γαμείν. Ο λαγός είδε να πετά από πάνω του ένα γεράκι και τότε είπε στον αφαρδακό την φράση ταύτην. Πρβλ. Το του Αίσωπ. Μύθου “ου συ με λοιβρείς, αλλ' ο τόπος”...
Βήσσαλο θέλει 'ς την κεφαλή
(1925)
Λέγεται επί ανθρώπου μοιρολογούντος. Το βήσσαλο, γαστρί (όστρακον) το τυλίσσω εις ένα πανί καί τό επιθέτω εις τήν κεφαλήν τού πάσχοντος εκ ζεβέλας (εγκεφαλικής νόσου) ζώου επί δυό τρείς ώρας. Αν δεν είναι προχωρημένη η νόσος, θεραπεύεται. Εντεύθεν...