Αναζήτηση
Αποτελέσματα 41-50 από 712
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος...
Για τους αμόρφωτους και πλεονέκτες, που και με την αγάπη τους μπορεί να κάμουν κακό...
Για τους αμόρφωτους και πλεονέκτες, που και με την αγάπη τους μπορεί να κάμουν κακό...
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε φσογγάτοζ έφαε
(1951)
Η μάνα σου όταν σε γέννησε έφαγε σφογγάτο...
Οι Φαρασιώτισσες συνήθιζαν, όταν μια χωριανή τους γεννούσε ή ξελεχώνευε, να της πηγαίνουν λιχουδιές για δώρο. Της έφτιαναν σφογγάτο, που το πασπάλιζαν με ζάχαρη, της έφτιαναν και μουσταλευριά ή ριζόγαλο και της τα πήγαιναν. Η παροιμία θέλει να ειπεί...
Οι Φαρασιώτισσες συνήθιζαν, όταν μια χωριανή τους γεννούσε ή ξελεχώνευε, να της πηγαίνουν λιχουδιές για δώρο. Της έφτιαναν σφογγάτο, που το πασπάλιζαν με ζάχαρη, της έφτιαναν και μουσταλευριά ή ριζόγαλο και της τα πήγαιναν. Η παροιμία θέλει να ειπεί...
Να 'λλ' ένα, είπεν dι η θεία μου η Γουζάβη
(1951)
Να άλλος ένας, είπεν η θειά μου η Γουζάβη. Τόλεγαν στ' αστεία, όταν παρουσιαζόταν ένας σε μιά παρέα ή όταν πετιόταν κάποιος κι έλεγε μιά κουταμάρα. Η φράση έμεινε, λέει, από κάποια Γουζάβη, γυναίκα του Γουζού, πού όλο πετιόταν και μιλούσε. Παρόμοιο...
Γλείφει τα τάττε του ανdί 'ρκούδι, να βgεί σην άνοιξη
(1951)
Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγεί στην άνοιξη...
Την παροιμία την έλεγαν για κείνους που με τα δικά τους φτωχά μέσα κοίταζαν να τα βολέψουν. Το ίδιο και για τα κοκκαλιάρικα ζώα, που σα νάτρωγαν από το σώμα τους, τα βγάζαν πέρα και δεν ψοφούσαν. Η αρκούδα το χειμώνα, όταν τη σφίξει η πείνα, γλείφει...
Την παροιμία την έλεγαν για κείνους που με τα δικά τους φτωχά μέσα κοίταζαν να τα βολέψουν. Το ίδιο και για τα κοκκαλιάρικα ζώα, που σα νάτρωγαν από το σώμα τους, τα βγάζαν πέρα και δεν ψοφούσαν. Η αρκούδα το χειμώνα, όταν τη σφίξει η πείνα, γλείφει...
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
(1951)
Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7...
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243...
Α νομάτ' να 'κούσει ζ'ναίκας το κατζί, τσαι τσείνο ονομάτ' σαϊλdϊέζεται 'ναίκα
(1951)
Ένας άντρας, αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και κείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα. Μία φορά αρρώστησε η γυναίκα του βασιλιά Σολομώντα. Μια μάγισσα που πήγε να τη γιατρέψει, της είπε : Να πιάσεις όλα τα πουλιά, να μαδήσεις τα φτερά τους, να...
Αδά η Τζισάρα κάη τσαί σένα ο ψύος τζο δάκνει σε;
(1951)
Ερμηνεία: Σε άνθρωπο που δεν ανησυχεί απ' ότι και να γίνεται γύρω του...
Εδώ η Καισάρεια κάηκε και σένα ο ψύλλος δε σε τσιμπάει;...
Εδώ η Καισάρεια κάηκε και σένα ο ψύλλος δε σε τσιμπάει;...
Γρέψε τσαί πίσου͘ κάφτεται το παράφτερο σου
(1951)
Ερμηνεία: Σ' έναν που δεν έπαιρνε είδηση από ότι γινόταν γύρω του, στο σπίτι του ή στον κόσμο...
Παράφτερο = μία από τις τρείς γλώσσες που είχε πλάι και πίσω το χοντρό φαρασιώτικο ρούχο...
Κοίτα και πίσω σου̇ καίεται τ' ακρόρουχο σου...
Παράφτερο = μία από τις τρείς γλώσσες που είχε πλάι και πίσω το χοντρό φαρασιώτικο ρούχο...
Κοίτα και πίσω σου̇ καίεται τ' ακρόρουχο σου...
Να ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί, ά ιδείς τσαί μένα
(1951)
Αν δείς τη γούρνα του σβέρκου σου, θα δείς και μένα. Δηλαδή δε θα με δείς ποτέ. Τόλεγαν και μ' άλλη έννοια : Ά ιδείς ζ' γούβας σου το φόσσι=θα δείς τον ουρανό ανάποδα....