Αναζήτηση
Αποτελέσματα 691-700 από 956
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'πινες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”...
Δηλαδή είναι ελεύθερος να κάνη ό,τι θέλη σχετικά με το σπίτι του και με τον εαυτό του...
Δηλαδή είναι ελεύθερος να κάνη ό,τι θέλη σχετικά με το σπίτι του και με τον εαυτό του...
Ήλλαξεν ο Μανωλιός κι' ήβαλε τη βράκ' αλλοιώς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για φαινομενική και όχι ουσιαστική αλλαγή...
Τσι καρυδιές πετροβολούνε, δε bετροβολούνε τσ' ασφεdαμιές
(1963)
Ασφεdαμιές = σφένδαμνους...
Λέγεται, όταν κακολογούν κάποιον...
Δηλαδή, εκείνον, που έχει αξία, κακολογούν, όχι τον ασήμαντο. Η καρυδιά έχει καρπό και ρίχνουν πέτρες για να τον αποσπάσουν, ή ασφενταμιά είναι άκαρπη, προς τι να την πετροβολήσουν;...
Λέγεται, όταν κακολογούν κάποιον...
Δηλαδή, εκείνον, που έχει αξία, κακολογούν, όχι τον ασήμαντο. Η καρυδιά έχει καρπό και ρίχνουν πέτρες για να τον αποσπάσουν, ή ασφενταμιά είναι άκαρπη, προς τι να την πετροβολήσουν;...
Όdεν επάαινες εσύμ ήρχουμουν εω
(1963)
Λέγεται, όταν προσπαθούν να γελάσουν κάποιον, που είναι πεπειραμένος και δεν γελειέται...
Όποιος παρακαθίζ΄(ή παρακάθετ') ακούει τσι boβές του
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος κρυφακούει, είναι ενδεχόμενο νακούση σχόλια και εις βάρος του, δεδομένου ότι ή είναι αναγωγος ή κρυφακούει, επειδή υποπτεύεται ότι είναι δυνατον κάτι να λέγεται εις βάρος του. Παρακαθίζ'= κρυφακούει, ωτακουστεί...
Το αίμα νερό δε 'ίνεται κι' α' ενή δε bίνεται
(1963)
Δηλαδή, το συγγενή μας τον αγαπούμε και σε περίπτωση ακόμη που βρισκόμαστε σε διάσταση....
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'υρεύγαμε
(1963)
Λέγεται, όταν δημιουργούμεν εργασίες ή ζητήματα, πού θά μπορούσαν και να λείπουν...
Ότι να μήν έχη ο διάολος δουλειά, σκοτώνει τα παιδιά dου
(1963)
Λέγονται, όταν δημιουργή κανείς απασχόληση, πού δεν ήτανε απαραίτητη, και καταλήγει να γίνεται ενοχλητική ή αφορμή γκρίνιας...
Ο Θεός του ζωdοβόλου 'ν' ο αγάς του
(1963)
Δηλαδή όπως ο άνθρωπος εξαρτάται από το Θεό, έτσι και το ζώο εξαρτάται από τον άνθρωπο, επομένως πρέπει να το φροντίζη...
Αγάς = ο αγάς του, το αφεντικό του, ο κύριος του...
Αγάς = ο αγάς του, το αφεντικό του, ο κύριος του...
Εδιάηκε σα τζη Λαbρής τ' αβγά
(1963)
Λέγεται όταν σπαταληθή κάτι και μάλιστα γρήγορα...
Π. χ., ένα bιθάρι είχαμε 'εμάτο τα καρύδια, μα 'διάησα σα τζη Λαbρής τ' αβγά...
Δεν επρολάβαμε να δούμε dον αέρα dώνε = πολύ γρήγορα ξοδεύτηκαν...
Εδιάηκε = πήγε, ξοδεύτηκε...
Π. χ., ένα bιθάρι είχαμε 'εμάτο τα καρύδια, μα 'διάησα σα τζη Λαbρής τ' αβγά...
Δεν επρολάβαμε να δούμε dον αέρα dώνε = πολύ γρήγορα ξοδεύτηκαν...
Εδιάηκε = πήγε, ξοδεύτηκε...