Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 28
Παιδί ας έχωμε και κώλον μ' έχ
(1918)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ίντσαν θέλ' το καλό σ εφτάει σε και κλαίς
(1918)
Όποιος θέλει το καλό σου σε κάνει να κλαίς
Η 'κουλία με το κ' έ'χ κέρα πα'σκίντο πάντα εν κατσίκα;
(1918)
Πως δεν έχει η 'κουλία κέρατα μήπως πάντοτε είναι κατσίκα; 'Κουλία, αίξ άνευ κεράτων. Η λ. ομόρριζος του κολοβός, κολούω και του διαλεκτικού 'κουλίζω, αποκόπτω την κεφαλήν (κυρίως επί των ιχθύων), σημαίνει άρα αίγα οιονεί κεκολοβωμένην, διότι εν τη...
Η κοιλί' ατ' πολλά παίρ
(1918)
ΚΜ 75: Η κοιλιά του δέχεται πολλά|}|Ερμηνεία: Επί του πλεονέκτου και άρπαγος ή του ανεχομένου και υπομένοντος τας δυσκολίας του βίου...
Ζαρωτά κάθκα κι ορθά κρίσον
(1918)
ΠΜ 77: καθκά, Τραπεζ. ΑΠ 177: ίσα. Στραβά κάτσε και σωστά κρίνε. Προς τον σκοπίμως δι' ίδιον ή αλλότριον συμφέρον μη γνωμοδοτούντα δικαίως επί διαφοράς υφισταμένης μεταξύ αυτού και άλλου ή ετέρων δύο...
Ο κάλτς τον κάλ καραπέτ εκούυζεν
(1918)
Ο σκλεπέας τον σκλεπέαν καρκαπούτς λέει. Ο κασσίδης τον κασσίδη κασσιδιάρι εφώναζε, κούζω εκ του αρχαίου κοκκύζω, φωνάζω, λαλώ, προσκαλώ και επί του αλέκτορος φωνώ. Λάλτς αντί κάλης, περσ. ψωραλέος, φαλακρός, καρκαπέτ πιθανώς αρμεν., απέδωκα δε εις...
Την κάταν είπανε “βοτάν' εγέντον” κ' ετσούπωσεν άτο
(1918)
Είπανε 'ς τη γάτα “το σκατό σου είναι μόσκος” κ' εκείνη έσκαψε και το χωσε. Αχταλεύω εκ του τουρκ. αχταρμάκ = φοσσίζω, σκάπτω λάκκον και κρύπτω τι εντός, από του ουσ. φοσσίν (λατ. Fossa), (βλ. παρά Δουκαγγίω φοσσίον) λάκκος...
Επί των αρνουμένων την σύμπραξιν των εις τους ζητούντας αυτήν...
Επί των αρνουμένων την σύμπραξιν των εις τους ζητούντας αυτήν...
Τ' οψάρ ασσό κεφάλ βρομά
(1918)
Το ψάρι από το κεφάλι βρομάει...
Και τουρκική κατά λέξιν αντίστοιχος:bajin baσdaν κοκάρ-...
Και τουρκική κατά λέξιν αντίστοιχος:bajin baσdaν κοκάρ-...