Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2941-2950 από 3150
Το βουνό δεν εφοβήθηκε, λέ', εκείνο bού πάει και κάνει ένα θεοόμαρο, ιατί πάει κάθα τόσο, μόνο 'φοβήθηκεν εκείνο bο 'πάαινε gάθα μέρα κι ήκανε μίαν αgάλη
(1963)
Θεοόμαρο=μεγάλο δέμα κλαδιών. Αgάλη=μικρό δέμα κλαδιών
Σα φανή κολοκυθάκι, αποσπέργιωνε λϊάκι, σα φανή η κολοκύθα, αποσπέργιων' όλη νύχτα
(1963)
Αποσπέργιωνε = δούλευε τη νύχτα
Όποιος τρώει το λινόκοκκο τρώει τα ρούχα dου
(1963)
Δηλαδή όταν καταναλίσκης κάτι, που προορίζεται για παραγωγή, μένεις τελικά χωρίς είσοδημα
Θώρεις οΰια (ούες) κι έπαιρνε και θώριε μάνα κι έπαιρνε παιδί
(1963)
Δηλαδή αν η μητέρα είναι καλή, θα είναι και το παιδί της, αν η ούγια είναι καλή, θα είναι και το ύφασμα
Μ' ένα κώλο γεράζει κανένας, μ' ένα βιός δέ γεράζει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Εέρασα και δε bορώ να κάμω πια τίοτα, αλλά καλός-κακός απότραφος, λέει..Κάτι κάνω κι΄εώ αποστρέφω τα ζωdόβολα, θα τα ταίσω, θα βοτανίσω τα σπαρμένα”
Το κάθατί είναι 'εννησιμιό, κολλησιμιό δεν είναι
(1963)
Λέγεται και μόνο το πρώτο μέρος. Δηλαδή, τα ελαττώματα και τα προτερήματα τα έχει ο άνθρωπος εκ γενετής: Π.χ. -Φταί gι' οι συναναστραφόες, μα πιο καλά πως εί' gαι 'εννησιμιό dου του κάθανούς το τίοτα. -Η παροιμία ξέρεις ...
Κατσικοκλέφτης πέρασε στη φυλακή τον έβαλαν, μεγάλος κλέφτης πέρασε πολλά καπέλα του έβγαλαν
(1963)
Κατσικοκλέφτης = η λέξη δεν είναι του ιδιώματος της Απειράνθου, αλλά και γενικά η διατύπωση της παροιμίας, όμως την άκουσα εκεί
Τη bρώμια σπορά την ευλόησεν ο Θεός, την έψιμη την εκάλεσεν η χρονιά (ή ο χρόνος)
(1963)
Δηλαδή, η πρώϊμη σπορά πάντοτε αποδίδει, ενώ η όψιμη εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες
Άκου τα, σακκί δεμένο, στο χερόμυλο στημένο
(1963)
Λέγεται αντί του απλού “Άκουε” ή “Άκου τα” Π.χ. -Όλον άριστα παίρνει σε όλα dα μαθήματα, αλλα διαβάζει όμως μέρα gαι νύχτα -Άκου τα, σακκί δεμένο....Θες τα κι' συ τα άριστα, μα δεν ανοίεις όμως βιβλίο!Προέρχεται από ...
Τ' ακριβού ή ζήτα του ή κλέβγε του
(1963)
Δηλαδή, ο τσιγκούνης δεν δίνει ποτέ εξ' ιδίας πρωτοβουλίας π.χ. “Τέθοι αθρώποι 'ν' ακριβάθρωποι. Α δε dού το ζητήξης το τίοτα (=το κάτι), δε στο δώνει. Οι παλαί (=οι παλαιοί) ελέασι bως 'Τ΄ακριβού ή ζήτα του...”