Αναζήτηση
Αποτελέσματα 511-520 από 708
Ατσείνος του κλαί 'ς χώρας την άκρα, 'πομένει 'ς τα 'φτάλμε του
(1951)
Κείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του
Εν gαό τυρί, άμα εν' σου στσυλλού το Δερμα πατεμένο
(1951)
Είναι καλό τυρί, αλλά είναι βαλμένο μέσα σε σκυλίσιο δέρμα
Κόμη συ είσαι μο του δώτσε η μα σου τ' όνομα
(1951)
Ακόμα συ είσαι με τ' όνομα που σου έδωσε η μάνα σου
Μεις, αρ να ψοφήσουμε 'ς την bείνα, 'α ειπουν 'dι : έφαν bολύ τσαι τσατλάτσαν
(1951)
Εμείς, αν τύχει και ψοφήσουμε από την πείνα, θα πουνε : φάγανε πολύ κι έσκασαν. Όταν ο άλλος δεν ξέρει τον καημό σου, αλλά σε παίρνει κιόλας για ευτυχισμένο
Να ποίκ' αν bεγάϊδιν τζ' α γεθύρι, πε 'τι κι παρπάτσες σου Χριστου τη στράτα
(1951)
Αν κάμεις μια βρύση κι ένα γεφύρι, πες πως περπάτησες στου Χριστου το δρόμο
Σο ποτάμι τζο πνίγα, σό τσουβάϊδι κατέχω τα του 'α πνιγώ
(1951)
Στό ποτάμι δεν πνίγηκα, στό ρυάκι τό ξέρω πώς θά πνιγώ. Όταν ένας, ενώ γλύτωσε από μεγάλο κακό, κινδυνεύει να πάθει από μικρά
Αϊβάζης κρου' τσαι παίρει, τ' όνομα εν dου Κορόγλη
(1951)
Ο Αϊβάζης δίνει και παίρνει, τ' όνομα είναι του Κορόγλη (τα ρίχνουν του Κορόγλη)
Σ ζ' μάνας μου το μουνί σοτρά μέλ' ό,τι έρτσεται, τσαλdεί α λαχτύλ'
(1951)
Από της μάνας μου το μουνί τρέχει μέλι, όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο
Το μαχτσούμι τ' α μη κουάψει, βυζί τζο δίτουν dα
(1951)
Το μωρό που δε θα κλάψει, βυζί δεν του δίνουν
Τ' άβγα μο τ' άβγα καταχτούνε, 'ναμεσα ψοφά το γαϊριδι
(1951)
Τ' άλογα με τ' άλογα κλοτσάνε, ανάμεσά τους ψοφά το γαϊδούρι