Αναζήτηση
Αποτελέσματα 641-650 από 708
Όνdουνους θύρι ΄ά δώσ΄ ΄ά δώσουν τσαί το σόν dο θύρι
(1951)
Οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα. Ό,τι κάμεις θα πάθεις. Ό,τι ζητήσεις από άλλους, θα το ζητήσουν κι από σένα
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)
Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε, χέτς τζο βρόν'τσε πάνου σου;
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε, καθόλου δε βρόντησε απο πάνου σου;Τ
Ο αδερφός μου είναι αδερφός μου ας τον χαρεί η γυναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Αδεφόζ μ' εν 'δεφόζ μου ς τα χαρεί η ναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Η μά σου, σου να 'εννάνκε σένα, να 'ένντσε α θάλι ήτουν gαό
(1951)
Η μάνα σου, αντίς να γεννούσε εσένα, θα 'ταν καλύτερο να γεννούσε μιά πέτραΣ
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)
Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της
Το μισημέρι 'γώ τζο πορώ νdα βρώ, τσαι συ 'ρεύ νdα βρείς σκοτεινά;
(1951)
Το μεσημέρι εγώ δε μπορώ να το βρώ, και συ γυρεύεις να το βρείς στα σκοτεινά;
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)
Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!