Αναζήτηση
Αποτελέσματα 5661-5670 από 5686
Αντάγ γεωρκήσ' η Μεσαρκά τρώουμ μανάδες τζαι παιδκιά τζ' αντάγ γεωρκήσ' η Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου τζαι χάθου
(1940)
Η Μεσαορία πολύ μεγάλη και εύφορος πεδιάς είναι ο σιτοβολών της Κύπρου. Η Πάφος βουνώδης παράγει πολύ ολίγην ποσότηρα δημητριακών
Ο γαμπρός για εμ πέρα τζ' εν νάρτη, για μιτσύς εν τζ' εζ να μεαλύνη, για εν να χηρέψη
(1940)
Ειρωνικώς προς τους επιτιμώντας γονείς με θυγατέρας εις ώραν γάμου, ότι τάχα δεν φροντίζουσι δια γαμβρόν
Της γεναίκας σου μυστικόμ μέμ πης, αναγιωτόμ μεμ πιάσης τζαί φίλον ζαφτιέν μεγ κάμης
(1940)
Κάποιος δοκιμάζων την αλήθειαν της συμβουλής του πατρός του, ελθών με κεφάλι τράγου εις σάκκον εκάλεσε την γυναίκα του να τον βοηθήση να κρύψη κάποιον που εσκότωσε. Όταν βραδύτερον την έδειρεν επίτηδες του εφώναξε ότι είναι ...
Που τ' αγαπούν τογ καλόμ μου, τζ' αι που τα τον είχα έννοιαν, πέντε γρόντους τον εφίλουν τζ' εν τον ει αν είσ' εγ γένεια
(1948)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια
Πριν εϋρεύκαμ που γενιάν, τωρά γυρεύκουμ πόσ'ει, μα πόσ'ει νουν τζ'αι στόχσην πάλε γενιάγ γυρεύκει
(1948)
Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)
Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ...
Η γεναία έβαλεν τόδ δειάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)
Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ...
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...