Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 797
Τ' απορριξιμιό καράβι πάντα πρώτο ς το λιμάνι
(1920)
Απορριξιμιό = απορρίξιμος, απόβλητος
Τον Αράπη κι αν ασπρίζης 'ς τον αέρα σπήθια σιάζεις
(1920)
Σιάζω = κατασκευάζω, διορθώνω
Απού τον έχεις απορριξιμίο πρώτος εις τον λιμνιώνα
(1920)
Απορριξιμός = απορρίξιμος, απόβλητος, άτιμος
Άρπαξεν απ' άρπαξεν σουβλί σουβλί σουβλόρρριζα
(1920)
Σουβλί = μικρόν τεμάχιον εκ σιδήρου σουβλερόν (μυτερόν), όπερ μεταχειρίζονται οι υποδηματοποιοί όταν ράπτουν υποδήματα. Εννοείται μετά του ξύλου εφ΄ ου είναι στηριγμένον. Μόνον του λέγεται σουβλόρριζα