Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 20
Γένηκε άττητος
(1927)
Το στριψε, έφυγε...
Εκ του άνθους, άθος, άθητος...
Άθος εις παλαιότερους αιώνας και νύν εν Κρήτη, λέγεται η στάκτη...
Εκ του άνθους, άθος, άθητος...
Άθος εις παλαιότερους αιώνας και νύν εν Κρήτη, λέγεται η στάκτη...
Έγινε άθος και καπνός
(1927)
Εξηφανίσθη, μάλιστα επί περιουσίας
Άρατος και άκαστος
(1927)
Διά τον εξαφανισθέντα, (εκ του άρατε πύλας κ.τ.λ.)
Έγινε άοικος
(1927)
Ερμηνεία: έφυγε , εξαφανίσθη...
Κυρίως άοικος μετά καταστροφών και επιδρομών γίνεται πολίς ή κώμη τις, επειδή δε ουτώ και εξαφανίζεται, δια τούτο επί του φύγοντος και εξαφανισθέντος ελέχθη η φράσις...
Κυρίως άοικος μετά καταστροφών και επιδρομών γίνεται πολίς ή κώμη τις, επειδή δε ουτώ και εξαφανίζεται, δια τούτο επί του φύγοντος και εξαφανισθέντος ελέχθη η φράσις...
Πήρε τα παπουτσια του
(1927)
Ερμηνεία: Ενταύθα υπόκειται η εικών ανθρώπου, όστις μέλλων να εξέλθη του οίκου, λαμβάνει κατά παλαιόν έθιμον τα υποδήματα, οίτινα παρά την θύραν είχεν εκβάλλει, και απέρχεται. Δεν είναι εν τουτοις απίθανον εις τινα μέρη η φράση να ελήφθη εκ του...
Το 'σκασε κανόνι
(1927)
Ερμηνεία: Επί του πτωχεύσαντος εμπόρου. Άλλοτε η πτώχευσις εμπόρου ανεκοινούτο δια κανονιοβολισμού, εξ' ου και το: Έρριξε το κανόνι ή το τόπι...
Η φράσις λέγεται πολλαχού και αντί του έφυγε σπουδής...
Η φράσις λέγεται πολλαχού και αντί του έφυγε σπουδής...
Αν τον εύρης, βούλλωσέ τον
(1927)
Περί του διαπράξαντος κακόν τι και εξαφανισθέντος. Συνήθεια επεκάτει καλά τον μεσαίωνα να φραζίζωσι διά πεπυρακτωμένου σιδήρου τον διαπράκαντα εγκλήμα ουχί μέγα, κλοπήν φερ' ειπείν, δενδροτομίαν και τα τοιαύτα...
Ρείπιο τον κόσμο έκανε
(1927)
Το στρίζε, το σκασε...
Η εικών από του εντελή όλεθρον προκαλέσαντος και είτα κρύφα και μετά σπουδής φυγόντος...
Η εικών από του εντελή όλεθρον προκαλέσαντος και είτα κρύφα και μετά σπουδής φυγόντος...
Έκαμε καμίνι
(1927)
Ερμηνεία: Επί παιδίου αποφεύγοντος να μεταβή εις το σχολείον. Η φράσις σχετίζεται με το μεσαιωνικόν λατινικόν Caminus και το ιταλικόν camino = δρόμος, ως δεικνύει και το συνώνυμον εν τη Δυτ. Κρήτη καμίναρε (caminare)...
Έκοψε λάσπη
(1927)
Εδραπέτευσε...
Όντας ο προσπαθών ν' απαλλαγή μετά την τέλεσιν κακού τινος, όχι μόνον κόβη δρόμο, αλλά και λάσπη, δηλαδή πορείαν του διέρχεται και δια πηλού ακόμη ίνα κατορθώση να σωθή...
Όντας ο προσπαθών ν' απαλλαγή μετά την τέλεσιν κακού τινος, όχι μόνον κόβη δρόμο, αλλά και λάσπη, δηλαδή πορείαν του διέρχεται και δια πηλού ακόμη ίνα κατορθώση να σωθή...