Αναζήτηση
Αποτελέσματα 61-70 από 201
Όντε πλουτείς μη χαίρεσαι
(1919)
Πλουτίζω, πλουτώ = γίνομαι πλούσιος
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1919)
Πρός γυναίκα. Σημ. Όργο (το) = νήμα το χειροποίητον
Του μποντικού τα γλάκια εις την αλευροδόχη
(1919)
Τ' είν' ο κάβουρας τ' ειν το ζουμί του