Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 707
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)
Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι
Σου Βαρασού το' ράμμα μή κρέμεσαι – Στου Βαρασού το σχοινί μην κρέμεσαι
(1951)
Μη στηρίζεσαι σε φαρασιώτικες υποσχέσεις. Οι Φαρασιώτες δεν είναι για να σε υποστηρίξουν
Αϊβάζης κρου' τσαι παίρει, τ' όνομα εν dου Κορόγλη
(1951)
Ο Αϊβάζης δίνει και παίρνει, τ' όνομα είναι του Κορόγλη (τα ρίχνουν του Κορόγλη)
Στάθη στάθη, δώτσεν dο γιαρανό σο 'φτάλμι
(1951)
Στάθηκε στάθηκε, χτύπησε το γερανό στο μάτι
Τα πιτένε, 'φότεζ έν' bιτένε, κρούς τα, κόφτεις τα τσαί 'πιδεβαίνουνε
(1951)
Τα πεύκα, που είναι πεύκα, τα χτυπάς,τα κόβεις και πέφτουνε. Τόλεγαν στουν βιαστικούς, που ήθελαν να γίνεται μονομιάς η δουλειά τους. Πόντ. Α.Π. αρ. 878: Με μιά τσουκουρέα το δεντρό 'κε κρεμιέται
Του τζο πορεί να βgάλει τη χολή του σο γαϊριδι, κρού' το σαμάρι
(1951)
Κρούω = χτυπώ
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
(1951)
Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος