Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 45
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα, και πέφτω μεσ' στη θάλασσα και πλέω σα bαλτάς
(1936)
Λέγουνταν για όσους έλεγαν ασυναρτησίες και ακατάληπτα πράγματα, ιδιαίτερα για όσους δεκίμαζαν να γράψουν στίχους...
Αδύνατον είναι να γενή γ' ρουνότριχα μετάξι και του γαιδάρου ο υιός νάχη τιμή και τάξη
(1936)
Πιθανώς από στίχους λογίου
Αgούρ κι αgούρ χρόνος, Σκλυβργιά και σώβρακο
(1936)
Η παροιμία αυτή λεγόταν στο Αυδήμι σπανιώς όμως ολόκληρη και ήταν για τους πολλούς ακατάληπτη. (Στη Ραιδεστό έμαθα και την έννοιά της και το ιστορικό της): Ήταν κάποτε ένας μπακτσαβάνης που δούλευε μισθωτός και δεν ήξερε ούτε γράμματα, ούτε αριθμούς...
Άλλαξ' η Μανωλιός κι' έβανε τα ρούχα τ' αλλοιώς
(1936)
Ερμηνεία: Λέγουνταν βέβαια και για κείνους που δεν είχαν να βάλουν άλλα ρούχα, και ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που τις καθημερινές φορούσαν τα βρακιά τους από την ανάποδη και τις γιορτές τα έβαζαν από την όψη, είχε όμως και μεταφορική σημασία, και...
Άθρωπο απ' αθρώπο και σκύλλο από μάντρα
(1936)
Λέγουνται η παροιμία για να διατρανωθή η μεγάλη σημασία, που ο λαός δίνει στα σόγια “ Αυτός είναι σοϊκός” Συνήθως λέγουνταν όταν γίνουνταν κανένα αταίριαστο συνοικέσιο, και ύστερα από καιρό εκδηλώνουνταν οι συνέπεις...
Ακριβά πουλ'γε και δίκια ζύγιαζε
(1936)
Το έλεγαν συνήθως οι γυναίκες στους πωλητάς και μάλιστα στα παιδιά των μπακάληδων, που, σαν παιδιά που ήταν, ζύγιαζαν ξίκ'κα, δηλαδή λειψά...
Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ούκ έχει
(1936)
Αυτή την παροιμία στο Αυδήμι την συνήθιζαν όταν ήταν Σαρακοστή και ήθελαν να προτρέψουν ένα μουσαφίρη να φάγη αρτήσιμα, αδιάφορο αν ο μουσαφίρης δεν ήταν ούτε οδοιπόρος ούτε καν ξένος παρά ένας γείτονας ή συγγενής τους ... Όμως εσέβονταν τις...
Άρρατα κι θέματα και κουκί αμαγέρευτα
(1936)
Φαίνεται το σωστό να είναι Άρρητα και αθέμιτα, πάντως με την παροιμία αυτή εννοούσαν τις ανοησίες τα ακαταλόγιστα λόγια...
Άdρα μ', γ'ρούνι μ, γάϊδαρε, ποτό να κλάψω πρώτα
(1936)
Χωρική ευθυμολογία. Έλεγαν δηλαδή, ότι μιά γυναίκα πήγε το βράδυ από τ' αμπέλι στο σπίτι της και βρήκε τον άνδρα της πεθαμένο και το γαϊδούρι της και το γουρούνι της ψόφια. Και έλεγε έτσι, γιατί δεν ήξερε ποιό από τα τρία αυτά δυστυχήματα ήταν το...
Ά να φέξη κι να διούμε, τίνος μάννα κολυμbούμε
(1936)
και θα την πήγαιναν στο γιαλό να την πνίξουν. Αυτή το πίστεψε και χάρηκε. Αντί όμως να βάλη ο άντρας της στο τσουβάλι τη μάννα του, έβαλε τη μάννα της, δηλαδή την πεθερά του. Όταν δε την έρριξαν στο γιαλό και η γυναίκα του μη ξέροντας τίνος μάννα ήταν...