Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-110 από 255
Μισισμένος του ματιού μου, κληρονόμος του σπιτιού μου
(1938)
Δια τα απρόοπτα της τύχης, ότε άνθρωπος μισητός και περιφρονητέσι εγίνοντο συγγενείς και κληρονόμος εκείνων που τους μισούσαν...
Δι σώνι (ή: δι φτάνι) π' μι δέρινι η θάλασσα, μι δέρινι κι του κύμα
(1939)
Όταν εις κινδυνεύοντα προσετίθεντο και άλλαι ζημίαι και κίνδυνοι δευτερεύοντες...
Μπαμπά μ', όταν μ' ορμήνευες, εβδομηdαδυό τσι μετρούσα
(1937)
Λεγόνταν για τους νεαρούς και αργοσχόλους ανθρώπους, οι οποίοι αποφεύγουν να κουράσουν τη σκέψη των...
Στο Αυδήμι έλεγαν ορμηνεύω και ορμήνεια = συμβουλή...
Στο Αυδήμι έλεγαν ορμηνεύω και ορμήνεια = συμβουλή...
Δεν είδες κανα παιδί, να περπατή σαν άγγελος;
(1938)
Κάποιος επέστρεψεν από την Κ/πολιν και τον ερώτησε μια μητέρα αν είδε το παιδί της. Ο άνθρώπος είπεν ότι δεν το γνωρίζει το παιδί της, ούτε ήξευρε που ειργάζετο και η μητέρα του είπε την παροιμία εσήμαινε την υπερβολικήν εκτίμησιν των γονέων προς τα...
Αντί να τρίζ' τ' αμαξ' τρίζ' η γιαμαξηλάτ'ς
(1936)
Δηλαδή, αντί να παραπονούνται οι πραγματικώς κοπιάζοντες, παραπονιούνται εκείνοι για τους οποιους γίνονται οι κόποι. Λέγεται και απλώς όταν εργάζονται δυο στο αυτό έργο και παραπονείται εκείνος που εργάζεται ολιγότερο από τον άλλον...
Αξεβράκωτος καλόγερος
(1936)
Λέγουνταν για τις γυναίκες εκείνες που δεν είχαν πολλές ασχολίες ούτη κανένα να τις ελέγξη . Αν π.χ. Ο άντρας της έλειπε στην ξενιτειά. Λέγουνταν ακόμη και για τα παιδια, που ο πατέρας τους έλειπε και η κηδεμονία της μητέρας των ή κανενός άλλου...
Καλώς τα δέχ'κες, Περμαθούλι. - Να καναδυό ψαράκια!
(1939)
Διά τους ανοήτους οι οποίοι επλήρωναν ακριβά τας ανεξόδους φιλοφρονήσεις των άλλων. Έμεινε η παροιμία από γυναικός τινός, που ήλθεν ο άνδρας της από το ταξίδι και εις όσας την συνέχαιρον λέγουσαι το καθιερωμένον “Καλώς τα δέχ'κες”, έδινε και μερικά...
Δι dουν άφ'κανα νύχια να ξ'τή
(1938)
Δια συγγενείς οίτινες ενεσηκώτον εις ευπορούντα τινα και καλόκαρδον συγγενή των. Ελέγετο όμως και εις άλλα περιπτώσεις...
Καλλιό 'γω, που δε λαλώ, μόνο 'γω θα παντρευτώ
(1938)
Ελέγετο πολύ η παροιμία και ειρωνεύοντο με αυτήν οι άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι δια της σιωπής των ήθελαν να παραστήσουν τον φρόνιμον και τον νουνεχή|Συνοδεύεται από κείμενο.........
Η κατάρα είναι γαϊδάρα κι πάει στου ν'κοκύρ'
(1937)
Την έλεγαν για εκείνους που καταργιούνταν τους άλλους και πάθαιναν οι ίδιοι. Έλεγαν δε γαϊδάρα, από την ανυποληψία που έτρεφαν σ' αυτά τα εργατικά και χρήσιμα ζώα...