Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2661-2670 από 2765
Ποιός ήθελε να του το πη και να του το πιστέψη, πως ο 'ιατρός του Φιλοθιού θα τονε χασαπέψη
(1963)
Μοιρολοΐ κάποιας γυναίκας, που έπεσε και σκοτώθηκε ο άντρας της και του έκαμε νεκροψία ο γιατρός απ' το γειτονικό της Απειράνθου χωριό Φιλότι
Άιά Βαρβάρα βαρβαρώνει κι΄Άης Σάββας σαβανώνει κι΄άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Επειδή χιονίζει τα Νικολοβάρβαρα το λένε. Δηλαδή: την εποχή της εορτής των τριώναυτών αγίων κάνει τόσο κρύο, ώστε πεθαίνουν άνθρωποι. Το λένε, όταν τύχη να κάνη πολύ κρύο τις ημέρες αυτές, όταν τύχη να χιονίζη
Πότε πίττα με λαρδί, πότε πίττα μοναχή, πίτε και μητε καθόλου
(1963)
Λέγεται κι' όταν έχη κανείς πολύ καλό φαγητό κι' όταν έχη μέτριο κι' όταν έχη πενιχρό και κυρίως στήν τρίτη περίπτωση, σάν παρηγοριά. Λέγεται φυσικά και μεταφορικώς.
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήραν gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα δε να 'πάρης
(1928)
Άμα καμμιά κάνει κάτι που δεν της ταιριάζει ενώ ταίριαζε σε κάποιαν άλλη ή σε κάποιον άλλο δεν τόχε κάνει
Όσα λέουdαι, dα λέει κανείς, κι' όσα δε λέουdαι, δε dα λέει (ή: Εκείνα bου λέουdαι dα λέει κανείς, μα 'κείνα που δε λέουdαι, λέει τα;)
(1963)
Λέγεται όταν επιβάλλεται να αποσιωπήση κανείς ωρισμένα πράγματα
Όπου δώσω τά λεφτά μου θαραπεύγω τή gοιλιά μου
(1963)
Λέγεται σέ κάποιον, όταν, ενώ πληρώνεται, αρνείται συναλλαγή ή απειλή διακοπή τής ή δύσφορή γι' αυτή
Λέε, λέε το κοπέλι (ή: Πε το, πε το το κοπέλι), κάνει τη γρϊά και θέλει
(1963)
Δηλαδή η φορτική επιμονή λυγίζει την αντίσταση
Αναθεμα, πο' νήστεψε dο Σάββατον ημέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Αναθεμα, πο' νήστεψε bοτές Σάββατο μέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Λέει – Βρε, πο' 'πέθανεν η μάνα σ' α' τη bείνα! Λέει – Βρε, και μα είχε gαι δεν ήτρωε;
(1963)
Λέγεται, όταν μέμφονται κάποιον για κάτι, που δεν έχει την δυνατότητα να το κάμη