Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2591-2600 από 2765
Η πλύστρ' αποdεν επόπλυνε, τή gοπανίδα τζ' ήφαε
(1963)
Πλύστρ' = η γυναίκα που πλένει γενικώς, όχι εκείνη μόνο που έχει τήν πλύση ως επάγγελμα
Κι οπούχε dα πολλά 'κλαιε gι οπούχε gαι τα λΐα, κι όπου δεν είχε dίοτα καθόdα gι ετραούδα
(1963)
Λέγεται για τον αμέριμνο. Κυρίως λέγεται σαν παρηγοριά του φτωχού προς τον εαυτό του, αλλά και για κείνους, που έχουν και παραπονιούνται ή αγωνιούν
Τα κούσουλα παdρεύγουdαι gι' οι απολαναρίδες και τα βενέτικα gλαδιά (ή φλουριά) κάθουdαι στσι θυρίδες
(1963)
Λέγεται, όταν παντρευτή κάποια αναξια λόγου, επίσης, όταν μείνη άγαμη μία αξιόλογη κόρη//Κούσουλα =Σκουπίδια, απολαναρίδες = τα υπολείμματα από το λαναρισμα
Δεκάρα δεν έχει να βάλη το μάτι dου
(1930)
Τι ακριβώς θα πη δεν ξέρω. Λέγεται πολύ συχνά. Παριστάνει μεγάλη χρηματική ανέχεια. Ίσως εξηγείται πως δεν έχουνε να πληρώσουν μια δεκάρα να τους βγάλουν το μάτι. Ίσως είναι παρεφθαρμένο και θέλει να πη πως κι' αν πρόκειται ...
Το σουλάτσο σουλατσάρει, τ' ανεέλοι ανεελά
(1963)
Δηλαδή εκείνος, που είναι για κροϊδιά, κοροϊδεύει τους άλλους. Π.χ. “είdα 'χεις, κοκώνα μου, και 'ελάς; Σουλατσάρεις με; Το σουλάτσο, λέει, σουλατσάρει... Εσύ είσαι 'ιά σουλάτσο, μα 'ώ δεν έχω τίοτα
Το πρόσωπο τ' αθρώπου 'ν' έναν αgυνόστομο (και η ρέστη κορμαλιά οι χοίροι κι' οι σκύλοι ας τη φάσι
(1963)
Αgυνόστομο = το άνοιγμα μεταξύ του αντίχειρος και του δείκτου του χεριού, φάσι = φάνε, φάγουν. Δεν έχει δηλαδή το υπόλοιπο σώμα αξία
Το φας, το πιής εκέρδισες και το φορείς εχάρης τα δώσου dα χεράκια σου εκείνα dε να πάρης
(1930)
Ό,τι φας και πιής κερδίζεις μονάχα και χαίρεσαι τα ρούχα σου. Το ψυχικό που θα κάμης είναι ότι θα πάρης μαζί σου στον άλλον κόσμο. Το λένε για τους ακριβούς, τους φιλαργύρους
Ας είν' η πίκρα κι' ο καμός όξ' απού την αυλή μου, κι' ας είναι και στση μάνας μου κι' ας εί' gαι στσ' αδερφής μου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Κάθε άνθρωπος ενδιαφέρεται πρώτ' απ' όλα για τον εαυτό του και το σπίτι του
Προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι' α δεν έχης, αόρασε, κι' α δεν έχης ν' αοράσης, κλέψε, κι' α δεν είσ' άξος να κλέψης, ζήτηξε
(1963)
Δηλαδή την προ των Απόκρεω εβδομάδα, που λέγεται προφωνή εβδομάδα, πρέπει να φάη οπωσδήποτε κανείς κρέας