Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 933
Το χέρι σ' έβαλες ς σο μελοκούτιν
(1874)
Την χείραν ενέβαλον εις κυτίον μέλιτος
Ας σο χαλκόν ατς αφκά μυμύιας διαβαίνουνε υπό την χύτραν αυτής μυίαι διέρχονται
(1874)
Ερμηνεία: Επί των αμελών και οκνηρών γυναικών, αίτινες τιθέμεναι την χύτραν εγκαταλείπουσι του δε πυρός σβυσθέντος μυίαι διέρχονται υπ' αυτήν
Ας σο στούδιμ μ'΄εν ντο κι' αγαπεύουμαι
(1874)
Εκ του οστού μου το μη αγαπάσθαί με
Μη κλαις κεφάλιν ντ έπαθες, κλάψον ντο θια παθάνης
(1874)
Μη κλαίε εξ' οις έπαθες, κλαίαι εφ' οις πείσει
Αι σον Άδην κάκαλα γυρεύει
(1874)
Από του Άδου πόσθην αιτεί. Ερμ. Επί των αδυνάτους αιτήσεις ποιουμένων
Ας σον ουρανόν ντ' εγύρευα s σηγ γην ευρέθην
(1874)
Ότι τον ουρανόν (ή θεόν) κ'τούμην, τούτο επί γης εύρον. Ερμ. Επί ευτυχίας ευκτής μεν αλλ' απροσδόκιτή του
Ας σον Θεόν ντ' εγύρευα s σηγ γην ευρέθην
(1874)
Ότι τον ουρανόν (ή θεόν) κ'τούμην, τούτο επί γης εύρον. Ερμ. Επί ευτυχίας ευκτής μεν αλλ' απροσδόκιτή του
Ας σο σιγηλόν το ποτάμιν να φογάσαι
(1874)
Σιγηλόν ή σιγηρόν. Τον γαλήνιον ποταμόν φοβού
Ας σο ράμμαν ς 'σο βελόνιν
(1874)
Από της κλωστής μέχρι της βελόνης. Ερμηνεία: Σημαίνουσα λεπτομερής επί λεπτού
Κι γαμώ και τημ μάνναν αχτί
(1874)
Τομ ποπάν ερώσεσαν “μωρόν ιξέρεις και φωτίζεις;” Κ' εκείνος είπεν “Κι γαμώ και τημ μάνναν αχτί = Ιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον, απεκρίνατο “ουκ αν αυτήν και διακροτήσαι μι”