Αναζήτηση
Αποτελέσματα 121-130 από 5170
Σαν ορθή δαγκώνα αστακού
(1880)
Πάσα αρχή έχει και τέλος
(1880)
Αλαλα π' άλαλα
Άρρητ' αρρήτων. Άλαλους -η-ον, βωβός αμίλητος, άρρητος
Βάλ' του ρίγανη να μη μυρίση
(1882)
Έκαμε μιάν τρύπα 'ς το νερό
(1903)
Αέρα κοπανίζει
Ερμηνεία: επί των ματαίως κοπιώντων