Αναζήτηση
Αποτελέσματα 741-750 από 952
Σάββατον αμαέρευτο, bοbή τσης εβδομάδας
(1963)
Δηλαδή το Σαββατόβραδο πρέπει να παρασκευασθή φαγητό στο σπίτι. Τα Σαββατόβραδα ερχότανε οι γεωργοί και οι ποιμένες από τις μακρυνές εξοχές κι έπρεπε να βρουν μαγειρεμένο φαγητό να φάνε...
Εμάτο σακκί σε υλίζει
(1963)
Ο καλοφαγωμένος και τεμπέλης μαζί μπορεί να το πη ή να το πουνε άλλοι γι' αυτον...
Ο πνιμένος που θ' απλώση; Στα μαλλιά dου
(1963)
Λέγεται, όταν έχη κανείς αναγκη και προσπαθή να τήν αντιμετωπίση ή μόνος ή μέ βοήθεια δικών του ανθρώπων. Απλώση = που θά τείνει τά χέρια του, από που θά ζητήση να πιαστή;...
Οι μαστόροι κρύβγου τζι bοbιές τωνε με τη λάσπη
(1963)
Ή τω μαστόρω οι bοbές κρύβγουdαι με τη λάσπη...
Λέγεται κυριολεκτικώς, αλλά και γενικώς για κείνους, που καλύπτουν εντέχνως τις αταξίες των...
Οι μαστόροι = οι χτίστες...
Λέγεται κυριολεκτικώς, αλλά και γενικώς για κείνους, που καλύπτουν εντέχνως τις αταξίες των...
Οι μαστόροι = οι χτίστες...
Όπου πολλοί φτύσουνε, πηλός γίνεται
(1963)
Δηλαδή των πολλών η βοήθεια, έστω και μικρή, είναι αποτελεσματική...
Αbρός να περνά η νύφη κι' ο 'αbρός
(1963)
Abρός = μπρός, αbρός = γαμπρός. Λέγεται, σαν αστείο, όταν θέλη κανείς να περάση καί υπάρχουν εμπόδια...
Σαν ει' gαλό το ξύαλα όσο gι α φας δε σε χαλά
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς, επεκτείνεται και σε ό,τι καλό...
Ξύαλα = ξυνόγαλο, είδος γιαούρτης...
Ξύαλα = ξυνόγαλο, είδος γιαούρτης...
Άμα dο θες το ξύαλα όσο gι α φας δε σε χαλά
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς, επεκτείνεται και σε ό,τι καλό...
Ξύαλα = ξυνόγαλο, είδος γιαούρτης...
Ξύαλα = ξυνόγαλο, είδος γιαούρτης...
Η μισή dροπή δική μου κι η μισή δική dου
(1963)
Λέγεται, όταν πρόκειται να προτείνη κανείς κάτι και φοβάται το ενδεχόμενο αρνήσεως...
Λέγεται σε όλα τα πρόσωπα...
Λέγεται σε όλα τα πρόσωπα...
Κι αν ήκλασε, gαλά 'κλασε
(1963)
Λέγεται όταν δικαιολογούμε και καλύπτωμε τις πράξεις ενός προσώπου...