Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 69
Έκαμεν τζι' ο Γεννάρης νήλιον
(1945)
Ο καιρός συνήθως τον Γεννάρη είναι βροχερός ή συνεφιασμένος και σπάνια αίθριος. Η παροιμία λέγεται και μεταφορικά για ανθρώπους που σπάνια γελούν και που είναι πάντα κατσούφηδες...
Μπήκε ο καλόγερος 'ς το τσουκάλι
(1950)
Παιγνιώδης έκφρασις ότι το φαγητόν εκάη και εμαύρισε αποκάτω προς τον πυθμένα της χύτρας, έγινε δηλαδή μαύρο σαν τον καλόγερον. Λέγεται και επί το υπερβολικώτερον μπήκε όχι μόνο ο καλόγερος, αλλά και ο ηγούμενος...
Συνώνυμος φράσις μπήκε ο Αράπης 'ς το τσουκάλι...
Συνώνυμος φράσις μπήκε ο Αράπης 'ς το τσουκάλι...
Τα βρίσκω σκούρα
(1950)
Λέγεται κοινώς τα βλέπω σκούρα τα πράγματα. Όπου το σκούρα σημαίνει μεταφορικώς, όχι ευχάριστα, αλλά ζοφερά, δυσάρεστα. Περαιτέρω δε ελέχθη και τα βρίσκω σκούρα. Συνώνυμον προς το τα βρίσκω μπαστουνια, αναλογικώς προς το οποίον και εσχηματίσθη...
Εγέλασεν τζι' ο Γεννάρης
(1945)
Ο καιρός συνήθως τον Γεννάρη είναι βροχερός ή συνεφιασμένος και σπάνια αίθριος. Η παροιμία λέγεται και μεταφορικά για ανθρώπους που σπάνια γελούν και που είναι πάντα κατσούφηδες...
Η αγορά, ο κόσμος βρομάει από κτλ
(1950)
Εις δήλωσιν πλησμονής πράγματος συνήθως αγοραίου λέγομεν η αγορά ή ο κόσμος βρομάει από το δείνα πράγμα, δηλ. είναι τόσον άφθονον, ώστε μένον απώλητον βρωμάει. Είναι δήλον ότι κατ' αρχάς ελέχθη επί πραγμάτων υποκειμένων εις αποσύνθεσιν και κακοσμίαν...
Του άλλαξα τον αδόξαστο κτλ.
(1950)
εξαναγκασμού των Χριστιανών προς εξωμοσίαν. Αλλά λέγεται και του άλλαξα τον αδόξαστο 'ς το ξύλο ή τον αντίθετο. Ταύτα φαίνονται περίεργα, διότι ο αδόξαστος και ο αντίθετος=διάβολος δεν εποτελούν θρησκείαν, την οποίαν ν' αναγκασθή τις δια ξυλοδαρμών ν' αλλάξη...
Ιστορ. Λεξικό λήμμα αλλάζω, τόμος Α, αρ. 1 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αδόξαστος – Λεξ. Δελτίο λήμμα 4, σελ. 96 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αντίθετος, αρ. 2...
Ιστορ. Λεξικό λήμμα αλλάζω, τόμος Α, αρ. 1 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αδόξαστος – Λεξ. Δελτίο λήμμα 4, σελ. 96 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αντίθετος, αρ. 2...
Το 'χει δίπορτο
(1950)
Δίπορτο σπίτι είναι το έχον δύο θύρας, την κύριαν και ετέραν δευτερεύουσαν πολλάκις αφανή. Επί τουρκοκρατίας ο Χριστιανός ο υφιστάμενος επίθεσιν υπό Τούρκων εις την κυρίαν είσοδον ηδύνατο να διαφύγη διά της οπισθίας, αν έμενεν αυτή απαρατήρητος υπό...
Του βάζω γυαλιά
(1950)
πρώτον προς άνθρωπον, όστις επειδή δεν εφορούσε τα γυαλιά του, δεν ηδύνατο να διαβάζη απταίστως, αφού δε τα έβαλε τότε πλέον εδιάβαζε προσεκτικά και ορθά. Οθεν μεταφορικώς βάζω τα γυαλιά μου=προσέχω. Η ίδια η φράσις βάλ΄τα γυαλιά σου εις το ιδίωμα Μαδύτου...
Βαστώ, κρατώ τη θέσι μου, τον βάζω ΄ς τη θέσι του
(1950)
Κυριολεκτικώς το βαστώ ή κρατώ τη θέσι μου δηλοί δεν εγκαταλείπω την θέσιν μου, ώτε να την καταλάβη άλλος, κατέχω αυτήν στερεά. Αλλά προς την θέσιν από τοπικής απόψεως παρωμοιώδη η κοινωνική θέσις από ηθικής απόψεως και διά τούτο μεταφορικώς η...
Δεν έχει 'ς τον ήλιο μοίρα
(1950)
Ο λαός δια να χαρακτηρίση ένα άνθρωπον τελείως άπορον, φαντάζεται αυτόν ως στερούμενον του δικαιώματος ν' απολαμβάνη και αυτό το ηλιακόν φως και την ηλιακήν θερμότητα. Δεν έχει αυτός μερτικό μήτε 'ς τον ήλιο, όστις εν τούτοις ευεργετεί αδιακρίτως...