Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-110 από 394
Από ν' ακούει γονιούς παραγωνιές τσοιμάται
(1920)
Ακρώννεται=υπακούω. Επί των απειθών τέκνων. Απούν ακρώννεται γονιού, παραγωνιάς τζοιμάται.
Πέψε τομ πελλόν και λάμνε
(1924)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Άνταν να θέλη ο Θεός, δίχως τα νέφη
(1924)
Σακελλ: τα σύννεφα. Βρέχει. ΣΚ, Β' 284 αρ. 209
Ο λαός και το περτίκιν και ο καλό ο νοικοκύρις το Γεννάρι φαίνονται
(1924)
Ο εύπορος χωρικός, μη αναγκαζόμενος να πωλήση το καλοκαίρι τα προϊόντα του ένεκα χρεών ή δι' άλλας ανάγκας, περνά με αυτά εν ανέσει το χειμώνα
Απού 'σει γίδκια βλέπει τα τζ' απού τα βλέπει τρώει τα
(1920)
Βλέπω=φυλάττω, προσέχω, τρώ(γ)=επί της σημασίας του νέμομαι, καρπούμαι
Γενιάν γύρευκε τζ' έννοιαν μεν έσεις
(1920)
Σημ. Οι Κύπριοι δίδουν μεγάλην σημασίαν εις την οικογενειακήν υπόληψιν και τιμήν
Έννοια που πκιασεν τοκ κέλην, πως ακρίβωσεν το κτένιν
(1920)
Σημείωση: Κκέλης = φαλακρός, στερούμενος τριχών κεφαλής