Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 113
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1919)
Πρός γυναίκα. Σημ. Όργο (το) = νήμα το χειροποίητον
Οπου πεινα θωρεί ψωμιά κι' οπου διψά ποτάμια, κι΄ οπου ναι και ξυπόλυτος όπως φορεί στιβάνια
(1915)
Στιβάνια = εγχώρια υποδήματα
Του χωριάτη το σκοινί μονό δέ φτάνει και διπλό αβαντζαίρνει
(1919)
Αβαντζαίρνει = περισσεύει