Αναζήτηση
Αποτελέσματα 16661-16670 από 16840
Έγινε τλούπα [ή Άσπρισε σαν τλ.]
(1918)
Ερμην. Επί των ασπρομάλληδων.
Θα τον εύρουν τούμπανο
(1919)
=Ερμην. τυμπανιαίον. Επί των εξοχης αδίκων ή κακών
Ένας ισταυρός αμιτάνοιωτος.
(1919)
Μέσα σ' τούτου του τουμάνι, δεν ανεγνώνιτι φιρμάνι
(1918)
τουμάνι = καπνός, θόρυβος
Ετουμπάνιασε ή τον ετουμπάνιασαν
(1918-07-10)
= απέθανε ή τον εφόνευσαν
Βουΐζ' ένα τούμπανο [ή παίζ'...]
(1918)
Αλληγορικώς, επί αδεσπότου φήμης.