Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 2434
(Κάθεται και μ' ανεκαιρώνει) παλαιού αρραγού βαστάγια
(1925)
Ανεκαιρώνω = ανανεώνω, αναμιμνήσκομαι τι, αναμιμνησκόμενος μου αναφέρει παλαιά, λησμονημένα πράγματα
Όσω αρά τα σκόρδα χοντραίνουνε
(1920)
Αρά = αραιά
Η πηλειά φιλεί τα όρη, κι' ο βοσκός φιλεί την κόρη
(1949)
Οι βοσκοί το Σεπτέμβριο γυρίζουν από τα βουνα στους κάμπους
Θα φάη ξύλο να πάη αντάρα
(1918)
Αντάρα = ομίχλη
Βάλε τα πίσω να τ' αρμέξωμε
(1920)
Όσο λίγ' αρνιά βόσκουνται τόσω καλλιά
(1920)
Καλλιά = καλύτερα
Τον αποσπερορδίνιαστο ταχυά τονε συντηρά
(1920)
Αποσπερορδίνιαστο = τον ετοιμαζόμενον (έτοιμον) από το βράδυ