Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2281-2290 από 2434
Όπου ιδής κακή γυναίκα δύο φοραίς τήνε χαιρέτα, μη σιώση τη ποδιά τζη και σου πη τα γιβεντάν τζη
(1920)
Γιβέντα = ατιμίαι (λ.τούρη)
Ίσια καν' η γρα την πήττα κ' ίσια την πλακοπητταρίζει
(1920)
Πλακοπητταρίζω=Τύπλω διά των παλαμών την ζύμην, διά να κατασκευάσω την καλουμένην πλακόπητταν (άρτος άζυμος, είδος λαγάνας)
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)
Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα
(1920)
Καδένα = άλυσσος (δεσμά, ζυγός)
Άρπαξεν απ' άρπαξεν σουβλί σουβλί σουβλόρρριζα
(1920)
Σουβλί = μικρόν τεμάχιον εκ σιδήρου σουβλερόν (μυτερόν), όπερ μεταχειρίζονται οι υποδηματοποιοί όταν ράπτουν υποδήματα. Εννοείται μετά του ξύλου εφ΄ ου είναι στηριγμένον. Μόνον του λέγεται σουβλόρριζα
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν