Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-210 από 2434
Είναι κουνέλι απ' το μεθύσι
(1924)
Κουνέλι ή κουνάλι ή κνιάδ'
(Κάθεται και μ' ανεκαιρώνει) παλαιού αρραγού βαστάγια
(1925)
Ανεκαιρώνω = ανανεώνω, αναμιμνήσκομαι τι, αναμιμνησκόμενος μου αναφέρει παλαιά, λησμονημένα πράγματα
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1919)
Πρός γυναίκα. Σημ. Όργο (το) = νήμα το χειροποίητον