Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 199
Α δε σπάσ' ο ζουρλός το ροΐ, δεν αλείφει το κεφάλι του
(1894)
Ερμηνεία: Επί των πραττούντων τι ανοήτως μετά ζημίας
Όπου σπείρι και δε σπείρει, τον α(;) Μάϊ ματανοιώνει
(1894)
Διότι και ο πολλά σπείρτας και με ευτυχήσας μετανοεί και ο ολίγα εαν ο χρόνος είανι ευτυχής, μετανοεί
Τον έφαγε του παπά το σκυλί
(1894)
Ισοδύναμων τι: των πονεί το δόντι
Αλώπηξ: Κάλλια έχεις τρία μηναράκια ή δύο βδομαδούκλες – βδομαδούκλες; Λύκος: Κάλλια έχω τα τρία μηναράκια
(1895)
Ερμηνεία: Ο λύκος γελασθείς εκ του υποκοριστικού της λέξεως μηναράκια προτίμησεν αυτά και εκ τουτου γεννα μετά τρεις μήνας η δε αλώπηξ μετά 15 ημέρας
Σρ σπέρνω, σικαλίτσα μου, κι α σε φάνε γίνεσαι, κι α δε σε φάνε, δε γίνεσαι
(1894)
Επειδή η σίκαλη ουδεμίαν έχει αξίαν, ο γεωργός όταν την καταστρέφουν ποίμνια, ωφείλεται περισσότερον αποζημιώμενους
Το παιδί που θα στρηνιάζη με το μπάρπα του θα κλάψη
(1894)
Στρεινιάζει = Αυθαδιάζω, αντιλέγω (αρχ. Στρηνιώ)
Το σκύλο κάνεις σύντεκνο, και μια ματσούκα βάστα
(1894)
Σύντεκνος = σύντροφος, κουμπάρος