Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "ρόγα"
Αποτελέσματα 1-15 από 15
-
Άψω – μα και δίχωε ρόγα και φασκιές απ' το κορμί σου
Ερμηνεία: Απάντηση ειρωνική προς τον ερωτώντα τίνα μισθό θα έχει κατά μήνα -
Έχεις καλό ρόγο και λες
(1920)Ερμηνεία: Ρόγος ο = ιδιόρρυθμος, αρχαϊκή αποθήκη σίτου ή δημητριακών καρπών εν γένει. Κτίζεται εις γωνία του δωματίου και έχει κυλινδρικό σχήμα. Κατά ταύτα ευνόητος η παροιμία : κατά το έχεις γρόσσια έχεις γλώσσα -
Μαύρη ρόγα μαύρη κάπα
(1952) -
Σίψωμα και δίχως ρόγα και τσαρούχι' από τη ράχη του
(1879)Ερμηνεία: Επί των εργαζόμενων άνευ τινός -
Σύψουμα κι δίχους ρόγα, κι απ' τη ράχ' τ' τσαρούχια
(1939)Πρός τοιό υπηρετούντας αμισθί και εν ζημία αυτών -
Σύψωμα κι δίχους ρόγα και παπούτσι απου τη ράχη του
(1912)Η παροιμία ενέχει ειρωνίαν προς τους δωρεάν ή αντί ελαχίστου παρέχοντας των υπηρεσίαν αυτών -
Σύψωμα κι δίχους ρόγα κι παπούτσια 'που τη ράχ'
(1952)Λέγεται ως ενδεικτικόν, προκειμένον δι' εργασίαν άνευ μισθού μη απαλλαγμένων δε των ευθυνών