Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "ορθοκλώσσι"
Αποτελέσματα 1-1 από 1
-
(Μωρή) ορθοκλώσσι έεις;
(1918)Σημείωση: Ορθοκλώσσι το = το να μη κάθεται η κλώσσα εως τ' αυγού συνεχώς να εγείρεται, κυρίως επί των ορνίθων αλλά και μεταφορικώς επί ανθρώπων