• (Μωρή) ορθοκλώσσι έεις; 

    Βογιατζίδης, Ι. Κ. (1918)
    Σημείωση: Ορθοκλώσσι το = το να μη κάθεται η κλώσσα εως τ' αυγού συνεχώς να εγείρεται, κυρίως επί των ορνίθων αλλά και μεταφορικώς επί ανθρώπων