Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "οκνία"
Αποτελέσματα 1-13 από 13
-
Ακουνιά (η) είναι διακοντά
(1938) -
Ας σην οκνίαν ατ' τον γάϊδαρον 'τάϊ κουγίζ'
Ένεκα της οκνηρίας του τον όνον φωνάζει, καλεί θείον, θειέ μου -
Ας στην οκνίαν τ΄ τον γάιδαρον “ταϊ” κουγίζει
(1874)Εκ της οκνίας τον όνον “θείον” αυτού προσφωνεί -
Ασ' σην οκνίαν ατ' το πολλά, τον γάϊδαρον “τάγη” κουϊζ dτον
(1939)Από την πολλή του τεμπελιά, τον γάϊδαρο “θείε”, τον φωνάζει. Κλασικός τεμπέλης, πολύ οκνηρός -
Η οκνία μαυροπροσωπία
(1881)