• Έγινε ζουμπούλι 

    Χρηστοβασίλης, Χ.
    Ζουμπούλι= κουβάρι. Πχ. Μαζεύτηκε από τον πόνο της κοιλιάς του κι' έγινε ζουμπούλι. Σημ ζουμπούλι= α) στρογγυλόν, β) ακίνητος