Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "ζιζάνιον"
Αποτελέσματα 1-1 από 1
-
Βάνει σίζανα
(1880)Ερμηνεία: διαβάλλει. Μεταφ. εκ του ζιζάνιου, το εν τω σίτω φυόμενον βλαβερόν χόρτον, ούτω και ο μεταξύ των ανθρώπων πονηρός και διάβολος άνθρωπος