• Τί 'μαι 'γώ; αμπασόκλαδο; 

    Μηλιώρης, Νίκος Ε. (1957)
    Αμπασόκλαδο = το κλαδί τής “αμπασάς”, τής εισόδου τού κτήματος (“εμβασιά” από τό εμβαίνω). Με ξερόκλαδα συνήθως καί κατά πρόχειρο τρόπο κλείνανε τίς “αμπάσες” τών αμπελιών. Είδος παραπόνου κάποιου πού φαίνονταν πώς τόν ...