Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βυζαίνω"
Αποτελέσματα 1-20 από 58
-
The gentle lamb sucks milk from two mothers = Το ήσυχο αρνί βυζαίνει δυο μαννάδες
(1959)This way be used either good – naturedly, in connection with a pleasant unoffending person, or sarcastically, in connection with what might be called a “yes man” or a hyprocrite = Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τους ... -
Αν δεν είχε δόντια, ακόμη θα βύζαινε
(1876) -
Αν δεν είχι δόνdια θα βύζανι
(1915) -
Δοdάκια να μην είχες, θαλά β' ζάν' ς
(1941)Δι 'κείνους που αιτιώντο απειρίαν δια τα σφάλματα των και δια τους κρύπτοντας την ηλικίαν των -
Ιχ το καυμένο μυρίζ' ακόμα γαλατόλες δόντια να μη είχεν θα να βυζαίνει ακόμα
(1895)Ερτμηνεία: Ειρωνικώς επί την σμικρυνόντων την ηλικίαν των -
Καλό βυζί βρήκε και βυζαίν'
Για τους εκμεταλλευτές που βρίσκοντας μωρούς και αφελείς, τους απορροφούν τα ταμεία, όπως το παιδί βυζαίνει το γάλα της μητέρας -
Πλιότιρις μυίγις πιάν' ς μι του μέλλι παρά μι του ξίδι
(1955)Ο καλός δηλαδή τρόπος επιτυγχάνει καλύτερα αποτελέσματα -
Τ' αλήγορον τ' αρνίν βυζάν' τη μάνναν άθε κι άλλ' έναν κι άλλο
(1931)Επί του πολλαχόθεν ωφελουμένου ως δραστηρίου και ταχέως συντελλούντος τα έργα του -
Το γλήγορο αρνί βυζαίνει τη μάννα του κι άλλη μια ακόμη
(1931)Επί του πολλαχόθεν ωφελουμένου ως δραστηρίου και ταχέως συντελλούντος τα έργα του -
Το ήμερ' αρνί βυζαίν' δυο μανάδες
(1913)